Αναστασία Σιώψη, Ανασκόπηση και κριτική των κυριότερων πηγών για τον Δημήτρη Μητρόπουλο (1896-1960).

Στη καλύτερη περίπτωση, όλοι οι χιλιάδες μουσικοί που γνώρισα θα εναπόθεταν στο κόσμο τη μουσική τους. Ο Μητρόπουλος εναπόθεσε στο κόσμο τη ψυχή του.1

Η ζωή και το έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου δεν αποτελεί απλό 'ενθύμιο' καλλιτεχνικής προσφοράς το οποίο αναπολούμε σε επετείους του καλλιτέχνη.2 Πέρα από την αναμφισβήτητη αξία του έργου που άφησε πίσω του, η εμπειρία της γνωριμίας με το μεγάλο αυτό καλλιτέχνη είναι συγκλονιστική λόγω του σπάνιου ανθρωπισμού που τον διακατείχε.

Ανατρέχοντας σε κάποια από τα πιο ουσιώδη και περιεκτικά κείμενα που γράφτηκαν γι' αυτόν, ο αναγνώστης αναπόφευκτα χρωματίζεται από συναισθήματα και ιδέες που εκπέμπει η έντονα ιδεαλιστική φυσιογνωμία του Δημήτρη Μητρόπουλου, ο οποίος διατήρησε ως πρότυπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασύζης. Ο έμπειρος αναγνώστης, επιδιώκοντας την αντικειμενικότητα στη συνδιαλλαγή του με τα κείμενα, πρέπει να δώσει στο χρόνο του πολλές ανάσες και διακοπές για να τα αντιμετωπίσει ως πηγές, περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες, και όχι ως -σχεδόν εκλείπουσες- φωνές ανθρωπισμού αυτού που υπηρέτησε στη ζωή και το έργο του το ιδανικό μιας μορφής ουτοπικής δημοκρατίας και που το πραγμάτωσε στο περιβάλλον της ορχήστρας, στον εκούσια επιλεγμένο κόσμο του, ιδιαίτερα μετά τη μετανάστευσή του στην Αμερική το 1939.

Πολλές πτυχές του Δημήτρη Μητρόπουλου έχουν μελετηθεί, οι οποίες αφορούν τη ζωή και το έργο του (όπως Προκοπίου, 1966, Χριστοπούλου, 1971, Κώστιος, 1985, Trotter, 1995), τον καλλιτέχνη ως προσωπικότητα και ενταγμένο στον ευρύτερο χώρο της τέχνης (όπως Χριστοπούλου, 1971, Κώστιος, 1985, Trotter, 1995), ως αφιερώματα στο Μητρόπουλο λόγω επετείων του ( όπως Καλογερόπουλος, 1990), αλλά και ως εξειδικευμένες μελέτες (όπως Κώστιος, 1997 (Β)). Τέλος, έχει πραγματοποιηθεί καταλογογράφηση έργων του (Κώστιος, 1996) και έχουν εκδοθεί κάποια απο τα λιγοστά κείμενα του Μητρόπουλου που έχουν σωθεί (Μητρόπουλος, 1966, Κώστιος 1997 (Α)).3

Μέχρι το 1966, έξη δηλαδή χρόνια μετά το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου, στο χώρο της ελληνικής βιβλιογραφίας δεν ασχολήθηκε κανείς εμπεριστατωμένα με το γράψιμο μιας ολοκληρωμένης ιστορίας της ζωής και του έργου του.

Το πρώτο σεβαστής έκτασης κείμενο της ελληνικής βιβλιογραφίας για το Δημήτρη Μητρόπουλο ανήκει στο Σταύρο Προκοπίου (Προκοπίου, 1966). Ο Ιωσήφ Γκρέκας εισάγει τη μελέτη αυτή του 'ιδιότυπου πνευματικού ανθρώπου, συγγραφέα και συνθέτη, Σταύρου Προκοπίου' (ο.π.: 6), παρουσιάζοντας συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία του Μητρόπουλου και παροτρύνοντας την αποκατάσταση της μνήμης του καλλιτέχνη με τη γραφή της πολύπλευρης ιστορίας του 'όπως του αξίζει' (ο.π.: 7). Η ιδιότυπη -με βάση τα σύγχρονα κριτήρια- γραφή του Προκοπίου που ακολουθεί, αναφέρεται, με 'ηθικολογικές' προεκτάσεις για το περιβάλλον αλλά και πληροφορίες για τη μουσική ζωή της Αθήνας, στον άλλοτε συμμαθητή του συγγραφέα ('το παιδί της ζούγκλας', όπως αυτοχαρακτηριζόταν), το Μητρόπουλο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και αναχρονιστικά παραπλανητικές είναι οι αναφορές του Προκοπίου στο 'μεγάλο Έθνος' της Αμερικής (ο.π.: 23), με αφορμή τη μετανάστευση του Μητρόπουλου εκεί το 1939, στο 'εφιαλτικό στοιχείο' της 'μεσοβασιλείας της σημερινής παρακμής [της Αμερικής] που είναι ο ατοναλισμός' (ο.π.: 24) και στην αλλοίωση των κλασικών αριστουργημάτων σε 'ρούμπες και σε μάμπο και σ'άλλα χυδαία ροκοκό' (ο.π.: 24). Ο κεντρικός στόχος του εκπονήματος αυτού, το οποίο φιλοδοξεί να αποκαταστήσει την αντικειμενική αλήθεια για το Μητρόπουλο, είναι να κρίνει και να κατακρίνει τον καλλιτέχνη μέσα από ένα συνοθύλευμα εθνικιστικών παρορμήσεων. Επικεντρώνει το βάρος της κρίσης του στη στάση του Μητρόπουλου προς την Ελλάδα και τεκμηριώνει την 'ανθελληνική' του στάση παραθέτοντας σχόλια του ελληνικού τύπου της περιόδου 1946-1956. Ο Μητρόπουλος, κατά τον Προκοπίου, μπορεί να είναι ένας ικανός καλλιτέχνης στο τομέα του ως διευθυντής ορχήστρας, αλλά είναι κατακριτέος ο εγωπαθής χαρακτήρας του και η αλόγιστη περιφρόνηση της χώρας του και της μουσικής της. Η μελέτη του Προκοπίου, με όλη την υποκειμενικότητα, αντιφατικότητα και ερασιτεχνική ημιμάθεια που τη χαρακτηρίζει, αποτελεί πηγή μελέτης της υποδοχής του Μητρόπουλου και, ως τέτοια, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ' όψη από τον αναγνώστη.

Η δεύτερη εκτενής μελέτη για το Μητρόπουλο, και συγχρόνως η πρώτη απόπειρα βιογραφίας του καλλιτέχνη, ανήκει στη Μαρία Χριστοδούλου (Χριστοδούλου, 1971). Όπως πληροφορούμαστε στον πρόλογο, με το έργο αυτό η συγγραφέας, η οποία υπήρξε μαθήτρια του Μητρόπουλου, εκπληρώνει μια παλιά της επιθυμία να γράψει μια βιογραφία και, επιπλέον, το πραγματοποιεί γιατί αισθάνεται την υποχρέωση να αναλάβει την ευθύνη να δόσει μια 'όσο το δυνατόν πληρέστερη εξήγηση του φαινομένου που ωνομάζονταν "Δημήτρης Μητρόπουλος"’ (ο.π.: 5). Η μελέτη αυτή χρησιμοποιεί σαν 'πρώτη ύλη' τα στοιχεία που ερεύνησε η συγγραφέας στο Ωδείο Αθηνών καθώς και ένα ειδικό κεφάλαιο με τίτλο "Αναμνήσεις και Κρίσεις" στο οποίο περιλαμβάνονται κείμενα συναδέλφων του Μητρόπουλου στην Ευρώπη και Αμερική (ο.π.: 191-238, μετάφραση δική της). Η Χριστοδούλου αποφεύγει παρεμβάσεις και κριτική του Μητρόπουλου ως καλλιτέχνη γιατί, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, θέλει να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενική (βλ. ο.π.: 6). Η βιογραφία του Μητρόπουλου καταγράφεται ως αφήγηση γεγονότων και μαρτυριών ενώ οι κριτικές του ξένου τύπου αντιπαρατίθενται η μία μετά την άλλη, σε όλη την έκταση του βιβλίου, χωρίς επεμβάσεις και σχόλια (βλ., π.χ., ο.π.: 30-45, 51-57 κ.ο.κ.). Για τις μουσικές δραστηριότητες του Μητρόπουλου η συγγραφέας παραθέτει προγράμματα, μεταξύ των οποίων μια στατιστική προγραμμάτων στην Ελλάδα (1927-1939) (ο.π.: 60-72). Τέλος, αφιερώνει ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του βιβλίου για το θάνατο του καλλιτέχνη και τις τιμητικές διακρίσεις που του απονεμήθηκαν (ο.π. 162-173 και 175-189, αντίστοιχα). Ο τρόπος γραφής του βιβλίου είναι, σε μεγάλη έκταση, αποσπασματικός, δημιουργώντας την εικόνα ενός κολάζ στο οποίο η αίσθηση δομής δημιουργείται, σχεδόν αποκλειστικά και μόνο, μέσω της χρονικής σειράς των στοιχείων που παρουσιάζονται. Παρ' όλ' αυτά, το εκπόνημα αυτό αποτελεί μιά αξιόλογη προσπάθεια συγκέντρωσης τεκμηρίων, πηγών και άλλων πληροφοριών για το Μητρόπουλο ενώ αποτελεί την πρώτη βιογραφική παρουσίαση σε τόσο μεγάλη έκταση του καλλιτέχνη.

Η πληρέστερη βιογραφία του Δημήτρη Μητρόπουλου που έχει η ελληνική βιβλιογραφία μας ανήκει στον μουσικολόγο Απόστολο Κώστιο (Κώστιος, 1985).4 Τονίζοντας τις δυσκολίες περισυλλογής υλικού, όπως έλλειψη γραπτού υλικού από τον ίδιο τον συνθέτη, καταστροφή αρχείων, θάνατος στενών φίλων του Μητρόπουλου κ.ο.κ., ο μουσικολόγος Κώστιος υπογραμμίζει τη συμβολή της πιο στενής φίλης του Μητρόπουλου, της Καίτης Κατσογιάννη, σε αντίθεση με άλλες πηγές των οποίων η αξιοπιστία κρίνεται με τη διασταύρωσή τους (βλ. ο.π.: 10-15). Κύριος στόχος του βιβλίου είναι να δοθούν από το συγγραφέα τα αποτελέσματα της έρευνάς του για το Μητρόπουλο ως διευθυντή ορχήστρας ενώ, συγχρόνως, γίνονται και αναφορές στο καλλιτέχνη ως πιανίστα, συνθέτη και παιδαγωγό. Πρόθεσή του είναι να μην αποτελέσει η μελέτη αυτή μια "τελειωτική" εκδοχή αλλά να γίνει κίνητρο για παραπέρα έρευνα (βλ. ο.π.: 15). Άλλωστε, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η έκδοση αυτής της βιογραφίας δεν αποτελεί "τελειωτική" εκδοχή ούτε για τον ίδιο το συγγραφέα ο οποίος συνέχισε ακούραστα να συγγράφει περαιτέρω μελέτες για το Μητρόπουλο, σε κάθε μία από τις οποίες ενυπάρχει το στοιχείο της αυτοκριτικής, της "αυτοαντανάκλασης" σε παλαιότερες σκέψεις και ιδέες του ιδίου, έτσι ώστε η συνεισφορά του μουσικολόγου Κώστιου για τη μελέτη και έρευνα του έργου του Μητρόπουλου από μόνη της να δημιουργεί μιά ιστορική διάσταση η οποία παραμένει πάντοτε ανοικτή προς το μέλλον (π.χ., Κώστιος 1996, Κώστιος 1997 (Α), Κώστιος 1997 (Β)).5

Σημαντικότατη συνεισφορά για την επαφή μας με τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου αποτελεί η μεγάλη βιογραφία του συγγραφέα, εκδότη, και μουσικοκριτικού William R. Trotter (Trotter, 1995). Το κύριο μέρος της έρευνας για τη βιογραφία αυτή του Μητρόπουλου πραγματοποιήθηκε από τον παγκοσμίου κύρους μουσικολόγο Oliver Daniel, ο οποίος πέθανε το 1990 πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη βιογραφία αυτή. Το περιεχόμενο της μελέτης δημιουργεί ως κεντρικό άξονα τη συνεισφορά του καλλιτέχνη και τη τοποθέτησή του στο ευρύτερο πολιτιστικό περιβάλλον της Αμερικής, στο οποίο άλλωστε ο Μητρόπουλος έζησε τα είκοσι ένα -κατά πάσα πιθανότητα- πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του (1939-1960). Κατά συνέπεια, μεγάλη συνεισφορά της βιογραφίας αυτής αποτελούν οι λεπτομερείς και συγχρόνως ουσιαστικές πληροφορίες που μας δίνονται για τη ζωή του Μητρόπουλου στην Αμερική -τις σχέσεις, δραστηριότητες, καταγραφές μαρτυριών του Μητρόπουλου και άλλων, κριτική παρουσίαση συναυλιών, υποδοχής, κ.λ.π. Ο τρόπος γραφής του βιβλίου είναι αποστασιοποιημένος από το μύθο "Μητρόπουλο" υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς, αν μη τι άλλο, τη θνητή υπόστασή του. Παρ' όλ' αυτά, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι, και χωρίς την εξιδανίκευσή του, ο άνθρωπος και καλλιτέχνης Μητρόπουλος παραμένει στο ύψος μιας σημαντικής φυσιογνωμίας που τη διακατέχει σπάνια ευαισθησία, ταλέντο και μεγαλοφυία.

Με την ευκαιρία των τριάντα χρόνων από το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (Κ.Ο.Α.) εξέδοσε ένα πρόγραμμα-αφιέρωμα στο οποίο τα περισσότερα κείμενα συγγράφει και επιμελείται ο Τάκης Καλογερόπουλος (Καλογερόπουλος, 1990). Το αφιέρωμα περιέχει συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία του τιμώμενου καλλιτέχνη (ο.π.: 11-25), δύο κείμενα για τις τελευταίες στιγμές και θάνατο του Μητρόπουλου στο Μιλάνο με εμφανή την εξιδανίκευσή του ως καλλιτέχνη και προσωπικότητα (ο.π. 27-28 και 31-37), αναμνήσεις τριών μαέστρων από προσωπικές επαφές με το καλλιτέχνη (ο.π.: 39-43) και μιά σύντομη αναφορά στο Μητρόπουλο ως συνθέτη (ο.π.: 47-53). Στην αναφορά στο συνθετικό έργο, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι κριτήρια για τις συνθέσεις του Μητρόπουλου δεν πρέπει να αποτελούν τα 'κοινά μέτρα που ισχύουν για άλλους συνθέτες' αλλά μόνο η σύγκρισή του με την ελίτ των συνθετών η οποία, όμως, αποβαίνει σε βάρος του (βλ. ο.π.: 48).6 Παράλληλα, επισημαίνει την αναγκαιότητα προσεκτικότερης επαφής με το συνθετικό έργο του Μητρόπουλου (ο.π.: 49) η οποία περιμένει την ετυμηγορία του μουσικού μέλλοντος (ο.π.: 53). Στο ίδιο αφιέρωμα της Κ.Ο.Α. περιλαμβάνονται κατάλογος των κυριοτέρων έργων του Μητρόπουλου, το πρόγραμμα συναυλιών που δόθηκε απο την ορχήστρα στη μνήμη του καλλιτέχνη με αναφορές και επεξηγήσεις για το κάθε έργο από αυτά, όπως φωτογραφίες7 και αναφορές σε σκέψεις του Μητρόπουλου αλλά και άλλων προσωπικοτήτων της τέχνης και διανόησης που έγραψαν γι'αυτόν.

Ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη γιά το στοιχείο της θεατρικότητας στο Δημήτρη Μητρόπουλο του μουσικολόγου Απόστολου Κώστιου (Κώστιος, 1997 (Α)).8 Όπως διευκρινίζει ο Κώστιος, κεντρική θέση στην οποία βασίστηκε η συγγραφή του βιβλίου αποτελεί το ότι ‘η "θεατρικότητα", με την έννοια της τριπλής συμμετοχής στην ποιητική πράξη, της συμμετοχής δηλαδή με τις τρεις διαφορετικές ιδιότητες, του ποιητή-δραματουργού (συνθέτη), του ποιητή των ηθών (ηθοποιού)-ερμηνευτή και του θεατή-ακροατή, και (δυνάμει των ιδιοτήτων αυτών) της ενβίωσης του ποιητικού γίγνεσθαι και της "δι'ελέου και φόβου" κάθαρσης, που δίδει ηθικό περιεχόμενο και σκοπό στην τέχνη, αποτελεί ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Δημήτρη Μητρόπουλου και ως εκ τούτου ανιχνεύεται σε όλες τις εκδηλώσεις της πολύπλευρης καλλιτεχνικής ζωής του’ (ο.π.: 15).

Στην έκδοση καταλόγου έργων, ο μουσικολόγος Κώστιος παρουσιάζει με αρτιότητα και σαφήνεια τα συνθετικά έργα του Δ. Μητρόπουλου μέσω μιας συστηματικής κατάταξής τους (Κώστιος, 1996). Κριτήρια για τη κατηγοριοποίηση των έργων αποτελούν, πρώτα και κύρια, η διάκρισή τους σε έργα οργανικής και φωνητικής μουσικής και, κατά δεύτερο λόγο, το γένος, το είδος ή και το μέσον εκτέλεσης των έργων. Στο κατάλογο συμπεριλαμβάνεται ένας "Συνοπτικός κατάλογος" στον οποίο είδη και ανήκοντα στο κάθε είδος έργα εφοδιάζονται με αριθμητικό. Οι πληροφορίες που παρέχονται για το κάθε έργο περιλαμβάνουν, όπου είναι εφικτό, πολύτιμες αναφορές σε αυτόγραφα του Μητρόπουλου, αντίγραφα, εκδόσεις, εκτελέσεις, ηχογραφήσεις αλλά και βιβλιογραφικές αναφορές, όπως και προσωπικές παρατηρήσεις του συγγραφέα με σκοπό την απόδοση μιας όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένης εικόνας του έργου. Τέλος, δίνονται αποσπάσματα κριτικών που γράφτηκαν για τις πρώτες εκτελέσεις των περισσότερων έργων. Οι αναφορές αυτές, που περιλαμβάνουν αποσπάσματα από κριτικές του ελληνικού και ξένου τύπου, όπως και η αναφορά στις εκτελέσεις και η παρουσίαση βιβλιογραφίας που αφορά τη κριτική του κάθε έργου, αποτελούν ένα εξαιρετικά χρήσιμο βοήθημα για τη μελέτη της υποδοχής του έργου του Μητρόπουλου προσδίδοντας, με αυτό τον τρόπο, μια επιπρόσθετη λειτουργικότητα του καταλόγου κάτι που οφείλεται, ασφαλώς, στην πολύπλευρη και βαθιά γνώση που κατέχει ο Α.Κώστιος για τη συνολική προσφορά του Μητρόπουλου.

Από τα κείμενα του Δημήτρη Μητρόπουλου που έχουν εκδοθεί, ξεχωρίζουμε δύο σημαντικές συνεισφορές, την αλληλογραφία του καλλιτέχνη με τη στενή του φίλη Καίτη Κατσογιάννη με πρόλογο του Γιώργου Σεφέρη (Μητρόπουλος, 1966) και την έκδοση κειμένων του από τον Απόστολο Κώστιο (Κώστιος, 1997 (Β)).

Η αλληλογραφία Μητρόπουλου-Κατσογιάννη αποτελεί, όπως τονίζει η στενή φίλη του καλλιτέχνη, κάτι σαν μιά αυτοβιογραφία του (βλ. Μητρόπουλος, 1966: 11). Καλύπτει μια μακρά περίοδο τριάντα χρόνων, τόσων δηλαδή όσων διήρκεσε η φιλία τους η οποία διακόπηκε με το θάνατο του καλλιτέχνη (1929-1960).9 Σε αντίθεση με τη Μαρία Μιλτιάδου Νεγρεπόντη, και αυτή στενή φίλη του Μητρόπουλου, η οποία αποφάσισε πριν πεθάνει να καταστρέψει την πυκνή αλληλογραφία μεταξύ της ιδίας και του Μητρόπουλου, η Καίτη Κατσογιάννη, η πιό στενή ίσως φίλη του Μητρόπουλου, θεώρησε χρέος της την έκδοση επιστολών του όπως και δικών της τόσων 'όσες ακριβώς χρειάζονται για την κατανόηση των δικών του [δηλ. του Μητρόπουλου] ή συντελούν στην κατανόηση του ανθρώπου και του καλλιτέχνη…' (ο.π.: 13) Οι επιστολές του καλλιτέχνη προς τη Καίτη Κατσογιάννη, με όλη την αμεσότητα αλλά και μεστότητα που τις διακρίνει, αποτελούν σημαντική πηγή επαφής μας με την προσωπικότητα του καλλιτέχνη χρωματισμένη από τις καθημερινές της εναλλαγές: τις ιδέες και τους φόβους, τη στάση του προς τη τέχνη και τη ζωή.

Η έκδοση επιλεγμένων κειμένων του Δημήτρη Μητρόπουλου από τον Απόστολο Κώστιο, με μοναδικό κριτήριο τη σπουδαιότητά τους και συνοδευμένα από σχόλια του συγγραφέα, αποτελεί, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, μιά 'ανα-βιογράφιση επιλεκτική' του καλλιτέχνη (βλ. Κώστιος, 1997 (Β): 13). Συγχρόνως, δημιουργεί αναπόσπαστους δεσμούς με την πρώτη βιογραφία του Μητρόπουλου του ιδίου (Κώστιος, 1985) την οποία το εκπόνημα αυτό θεωρεί 'υπό το πρίσμα της κτηθείσας στο μεταξύ πείρας' (ο.π.: 13). Πρόθεση του βιβλίου δεν είναι η 'τελείωση της σύνθεσης [της εικόνας του Μητρόπουλου] αλλά η επανερμηνεία της' (ο.π.:14). Κατά τον μουσικολόγο Κώστιο, η αλληλογραφία Μητρόπουλου-Κατσογιάννη, η πρώτη βιογραφία του για τον Μητρόπουλο και η παρούσα μελέτη αποτελούν μια τριλογία, μια ενότητα σχεδόν αδιάσπαστη (βλ. ο.π.: 14). Η μεθοδολογία παρουσίασης των κειμένων με βάση την ομαδοποίησή τους πραγματοποιείται με κριτήριο άλλοτε τη χρονολογία και άλλοτε τη θεματική τους (βλ. ο.π.: 15). Για το κάθε κείμενο παρουσιάζονται πληροφορίες και σχόλια του συγγραφέα διευρύνοντας τον χρόνο μπρός-πίσω και δημιουργώντας νοηματικές ενότητες στις οποίες είτε τεκμηριώνεται η διαχρονικότητα των ιδεών του Μητρόπουλου και η εξέλιξή τους, είτε εντοπίζονται αντιφατικότητες και ασυνέπειες/ασυνέχειες των ιδεών αυτών. Συγχρόνως, δίνεται ένα πιο ευρύ πολιτιστικό πλαίσιο με πολύτιμες πρόσθετες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Μητρόπουλου.

Ως φόρο τιμής στο Δημήτρη Μητρόπουλο, του οποίου η σημαντική προσφορά, κυρίως ως διευθυντής ορχήστρας, αποτελεί κατά γενική παραδοχή έναν ουσιαστικό κρίκο στη γραφή της ιστορίας της μουσικής, απονέμουμε λίγες σκέψεις υπό μορφή επιλόγου, για το έργο και τη ζωή του.

Ο Δημήτρης Μητρόπουλος συνέβαλλε όσο κανένας άλλος διευθυντής ορχήστρας στην προβολή και προώθηση της μοντέρνας μουσικής αλλά και συνθετών παλαιοτέρων περιόδων οι οποίοι δεν είχαν ακόμη δεχθεί την δέουσα υποδοχή από το κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αγαπημένος συνθέτης του Μητρόπουλου, ο Γκούσταβ Μάλερ, του οποίου τα έργα έγιναν γνωστά και αγαπητά στο κοινό της Αμερικής εξ' αιτίας των συστηματικών και ευφιέστατων εκτελέσεών τους υπό την διεύθυνσή του. Η πρώτη συμφωνία του Μάλερ, παραδείγματος χάρη, ήταν ένα έργο που γνώρισαν για πρώτη φορά οι Αμερικάνοι μέσω της πρωτοπόρας και πρώτης σε πωλήσεις ηχογράφησης της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Η ύψιστη συμβολή του Μητρόπουλου ως διευθυντής ορχήστρας δικαιολογεί και το χαρακτηρισμό της περιόδου που διηύθυνε την Ελληνική Ορχήστρα στην Αθήνα ως 'χρυσή περίοδος Μητρόπουλου’ (βλ. Κώστιος, 1985:40-41). Επίσης, στην Αμερική 'Χρυσή Εποχή Διεύθυνσης Ορχήστρας' χαρακτηρίστηκε η εποχή από το 1910 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, κατά την οποία ΄τιτάνες' κυριάρχησαν στο πόντιουμ της ορχήστρας, οι Stokowski, Toscanini, Koussevitzky και ο Μητρόπουλος, του οποίου το στιλ διεύθυνσης ορχήστρας δημιουργούσε την πιό πιστή φυσική αναπαράσταση της μουσικής από κάθε άλλο μαέστρο σε όλο το κόσμο (βλ. Trotter, 165-176).

Παρά το σημαντικό έργο που εκτελούσε, και, πιθανότατα, εξ'αιτίας του, ο Μητρόπουλος αντιμετώπισε την έχθρα και ζήλια πολλών συναδέλφων του ή 'συναδέλφων' του. Καλό είναι να αναφερθεί ότι ανταγωνισμούς δεν συνάντησε ο Μητρόπουλος μόνο στην Ελλάδα, κυρίως από τους εκπροσώπους της λεγόμενης "Εθνικής Μουσικής Σχολής", αλλά και στην Αμερική από τους διευθυντές ορχήστρας Leonard Bernstein (βλ., π.χ., Trotter: 83-5, 408-9), Koussevitzky (βλ. Trotter: 160) και Eugene Ormandy (Συμφωνική Ορχήστρα Φιλαδέλφειας, βλ. Trotter: 163).

Στην προσπάθεια κατανόησης της σχέσης Μητρόπουλου με τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα, αφήνουμε ανέπαφα κριτήρια που έχουν να κάνουν με εχθρότητες, ανταγωνισμούς και μικρότητες που κυριαρχού(σα)ν στην Ελληνική μουσική ζωή για να αναφερθούμε συνοπτικά σε κριτήρια που έχουν σχέση με το πλατύτερο πολιτιστικό 'γίγνεσθαι' του τόπου μας, κριτήρια τα οποία έθεσαν στο επίκεντρο τη λεγόμενη "Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σχολή" και 'απέρριψαν' το συνθετικό έργο του Μητρόπουλου.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που διχάζει τον ιδεαλισμό του Δημήτρη Μητρόπουλου από αυτόν της "Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής" στην οποία ηγείται ο Μανώλης Καλομοίρης; Η μουσική, κατά κοινή συναίνεση, θεωρείται γλώσσα με 'ψυχή', στην οποία είναι χρέος του καλλιτέχνη να 'μυεί' τον λαό όχι μόνο με τις εκτελέσεις έργων 'υψηλής' τέχνης προς ένα πλατύ κοινό αλλά και με το παράδειγμα του ίδιου του εαυτού του ως καλλιτέχνη και ανθρώπου. Κοινό 'πιστεύω' είναι επίσης η πίστη στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας προς κάτι ιδανικό. 'Μοιραία' όμως διαφορά αποτελεί ο διεθνής ιδεαλισμός του Δημήτρη Μητρόπουλου που τον φέρνει πιο κοντά στη διανόηση της "Σχολής της Φρανγκφούρτης" (βλ., π.χ., Κώστιος 1997 (Β):45-46) παρά στη 'σθεναρή' υπεράσπιση της Ελληνικής παράδοσης της "Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής". Ο διεθνισμός του άλλωστε, το πιστεύω του δηλαδή ότι ο καλλιτέχνης και η τέχνη δεν ανήκουν σε ένα έθνος αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ήταν το σημαντικότερο σημείο αιχμής πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας των ΄κατήγορων' του Μητρόπουλου. Ο ίδιος ο Μητρόπουλος, άλλωστε, αντιπαθούσε την ιδέα της 'εθνικής μουσικής' (βλ., π.χ., Trotter: 208), κάτι που δημιουργούσε 'άλλοθι' για τη χρήση ενός τέτοιου κριτηρίου έτσι ώστε να διατηρούνται διαρκώς θερμά τα πυρά εναντίον του.

Η μουσική, επομένως, και ως γλώσσα (γραφή μοντέρνα στα έργα του Μητρόπουλου) και ως έκφραση ιδεών δημιουργεί ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο Μητρόπουλο και στη μουσική ελιτ στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα την εποχή του μεσοπολέμου, ο δογματισμός που κυριαρχεί στη μουσική ζωή της Ελλάδας λόγω ερασιτεχνισμού και υποτονικότητας που τη διακατέχει, θέτει στο περιθώριο καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες διεθνούς κύρους, όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Νίκος Σκαλκώτας. Η περιθωριοποίηση γίνεται κυρίως με βάση κυρίαρχα πολιτιστικά κριτήρια που θέτουν ως πρωταρχικό μέλημα τον προσδιορισμό της 'ελληνικότητας' της τέχνης. Κατά συνέπεια, κρίνεται και επικρίνεται η καλλιτεχνική προσφορά με ιδεολογικά κριτήρια, απορρίπτοντας τον μοντερνισμό και τον διεθνισμό του Μητρόπουλου, χωρίς κάτι τέτοιο να βρίσκει αντιστάσεις στη χαμηλών τόνων προσωπικότητά του.10

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, με τα παραπάνω ως δεδομένα,  ότι ο Μητρόπουλος αναπτύσσει, ως αντίβαρο (;), αντιστάσεις μέσω της διατήρησης μιας ουδέτερης στάσης προς τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα, κυρίως μετά τη μετανάστευσή του στην Αμερική. Έμπρακτη μαρτυρία για τον παραπάνω ισχυρισμό (και ακόμα ανεξερεύνητη σημασιολογικά, κυρίως λόγω έλλειψης επαρκών δεδομένων στοιχείων) αποτελεί το γεγονός του ότι ο Μητρόπουλος δεν συμπεριέλαβε έργα ελληνικά παρά μόνο σπάνια στο ρεπερτόριό του μετά την αναχώρησή του στο εξωτερικό (συναυλίες με ελληνικά έργα έντεχνης μουσικής: Μιννεάπολις 1939 (δύο μέρη απο την "Ρωμαίικη Σουίτα" του Μανώλη Καλομοίρη, το Συμφωνικό ποίημα "Αετός" του Γεωργίου Σκλάβου και τρεις από τους "Ελληνικούς Χορούς" του Νίκου Σκαλκώτα, βλ. Κώστιος, 1985: 285), Νέα Υόρκη, 1948, 1950, 1954 (βλ. Trotter: 230) και Νέα Υόρκη, 1958 (1η συμφωνία του Σισιλιάνου, βλ.Trotter: 425). Ίσως, βέβαια, αυτή η μαρτυρία να έχει περισσότερες και διαφορετικές καταβολές σε σχέση με τον παραπάνω συσχετισμό της οι οποίες έχουν να κάνουν και με την ποιότητα της σύγχρονης ελληνικής έντεχνης μουσικής (άλλωστε, οι κριτικές για τα έργα αυτά στην Αμερική, εκτός από τους "Τέσσερεις Ελληνικούς χορούς" του Σκαλκώτα, δεν ήταν πολύ θετικές) αλλά και με το πρόβλημα του ασυγχρονισμού της με τις συνθετικές τάσεις εκείνης της περιόδου στην Ευρώπη και την Αμερική.

Κλείνοντας το σύντομο αυτό οδοιπορικό στα κυριότερα κείμενα που γράφτηκαν για τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου, θα αναφερθούμε σε μια σημαντική πτυχή που διακατείχε την προσωπικότητά του, αυτή του αισθήματος της μοναξιάς. Η μελαγχολία που διακατείχε το Μητρόπουλο, προϊόν μιας φιλοσοφικής διάθεσης προς τον κόσμο, χρωματίζει την προσωπικότητα του που ήταν σε όλη την διάρκεια της ζωής του εξαιρετικά ευάλωτη και ρομαντική. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Μητρόπουλου προς τη στενή του φίλη Καίτη Κατσογιάννη, δύο χρόνια μετά τη μετανάστευσή του στην Αμερική (7/6/1940):

…Ήρθα πολύ ώριμος σ'αυτόν τον τόπο, και μου είναι τελείως αδύνατο…να συνδεθώ απόλυτα με το περιβάλλον και με τους ανθρώπους.

(Μητρόπουλος, 1966: 80)

Παρ' όλο που ο Μητρόπουλος αναφέρεται στη ζωή του στην Αμερική, κατά τη γνώμη μας, η φράση αυτή χαρακτηρίζει, με λιτό και συγχρόνως συμπικνωμένο και περιεκτικό τρόπο, το καταστάλαγμα μιας στάσης ζωής του καλλιτέχνη.

Ένας λόγος που ο Μητρόπουλος βρήκε καταφύγιο στη μοναξιά μπορεί να είναι το ολοένα και πιο έντονο βίωμα του χάσματος του ανθρωπιστικού οράματός του από τη ζωή. Ο σημαντικότερος όμως λόγος, κατά τη γνώμη μας, είναι το απόλυτο σχεδόν δέσιμο του οράματός του με αυτό στο οποίο αφιέρωσε τη ζωή του: την ορχήστρα. Τα ιδανικά της '…συνεργασίας, της συνυπευθυνότητας, της αβίαστης συμβολής και ομαδικότητας…' (βλ. Κώστιος, 1985:), δηλαδή τα ιδανικά της Δημοκρατίας, στην ύψιστη μορφή έκφρασης που, κατά το καλλιτέχνη, είναι η δημιουργία, έγιναν πραγματικότητα στη σχέση του Μητρόπουλου ως μαέστρος με την ορχήστρα. (βλ. Κώστιος, 1985: 225-240). Η ορχήστρα, προοδευτικά από το 1930 και έπειτα, τείνει να αποτελεί το μόνο "όργανο" που του δίνει την ικανότητα να εκφραστεί. (βλ. Κώστιος, 1985: 253). Η αφιέρωση της ζωής του Δημήτρη Μητρόπουλου, επομένως, στο έργο της διεύθυνσης ορχήστρας με σχεδόν αποστολικό ζήλο δεν υποδηλώνει τόσο τα σημάδια μιας οδυνηρής μοναξιάς όσο την ευτυχία ενός ιδεαλιστή καλλιτέχνη να βλέπει τα όνειρα του κάθε καινούργια μέρα να πραγματώνονται σε έναν χώρο που δεν είναι πλέον ψευδαίσθηση αλλά η ίδια του η ζωή.

[Αναρτήθηκε με την άδεια του συγγραφέα και της Διεύθυνσης του περιοδικού Μουσικός Λόγος, τεύχος 2, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2000: 209-219].

Βιβλιογραφία για την οποία αναπτύχθηκε η παρούσα ανασκόπηση και κριτική

1.      Καλογερόπουλος, 1990: Τάκης Καλογερόπουλος (συγγραφή και επιμέλεια), Μνήμη Δ.Μητρόπουλου. Πρόγραμμα-Αφιέρωμα (Φεστιβάλ Αθηνών 1990), Αθήνα: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 1990.

2.      Κώστιος, 1985: Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Τραπέζης, 1985.

3.      Κώστιος, 1996: Δημήτρης Μητρόπουλος. Κατάλογος Έργων, Αθήνα: Ορχήστρα των Χρωμάτων, 1996.

4.      Κώστιος, 1997 (Α): Το Στοιχείο της Θεατρικότητας στον Δημήτρη Μητρόπουλο, Αθήνα: Μουσικός Εκδ.Οίκος Παπαγρηγορίου-Νάκας, 1997.

5.      Κώστιος, 1997 (Β): Κείμενα Δημήτρη Μητρόπουλου (Επιλογή-Σχόλια), Αθήνα: Ορχήστρα των Χρωμάτων, 1997.

6.      Μητρόπουλος, 1966: Δημήτρης Μητρόπουλος, Η Αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη, Αθήνα: Ίκαρος, 1966.

7.      Προκοπίου, 1966: Σταύρος Προκοπίου, Δημήτρης Μητρόπουλος, Αθήναι: Μουσικά Χρονικά, 1966.

8.      Trotter, 1995: William R.Trotter, Priest of Music. The Life of Dimitri Mitropoulos, Portland, Oregon: Amadeus Press, 1995.

9.      Χριστοπούλου, 1971: Μαρία Χριστοπούλου, Δημήτρης Μητρόπουλος. Ζωή και Έργο, Αθήνα: "Πατρίς", 1971.



1 David Amram, Vibrations: The Adventures and Musical Times of David Amram, New York: Macmillan Publishing Co., 1968; Greenwood Press, 1980: 381-382, μετάφραση δική μου ("At best, all the thousands of musicians I had met could leave the world their music. Mitropoulos had left the world his soul").

2 Όπως είναι γνωστό, φέτος γιορτάζουμε τα σαράντα χρόνια από το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου.

3 Η επιλογή της βιβλιοπαρουσίασης έγινε με στόχο να παρουσιαστεί η σημαντικότερη βιβλιογραφία για το Δημήτρη Μητρόπουλο, δίνωντας έμφαση στη καταγραφή των κυριότερων διαθέσιμων πηγών στην ελληνική βιβλιογραφία. Έχοντας ως δεδομένα τα περιορισμένα χρονικά όρια και έκταση μιας τέτοιας εργασίας, αφήσαμε 'άθικτο' μέρος της βιβλιογραφίας, κυρίως ξενόγλωσσο.

4 Το βιβλίο αυτό του Α.Κώστιου έχει μεταφραστεί και εκδοθεί και στα ιταλικά με προσθήκες, ειδικότερη αναφορά στην ερμηνεία και ένα κεφάλαιο για τον συνθέτη Μητρόπουλο. (A.Kostios, Dimitris Mitropoulos, Μιλάνο, Φλωρεντία: Aletheia, 1992)

5 Στην παρούσα βιβλιοπαρουσίαση ήταν αδύνατον να παρουσιάσουμε όλα τα συγγράμματα του Απόστολου Κώστιου για το Δημήτρη Μητρόπουλο. Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο άλλες μελέτες: (1) D.Mitropoulos -Leben und Werk, Κατάλογος έκθεσης (Βιέννη: Konzerthaus, Μάϊος 1995): Α.Kostios, "Mitropoulos-Mahler", 51-63 και "Uraufführungen unter D.Mitropoulos", V-IX, Αθήνα, 1995, (2) Δημήτρης Μητρόπουλος -Αφιέρωμα στο συνθετικό του έργο, Πρόγραμμα συναυλίας (Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2., 3.5.1996: Α.Κώστιου, "Ο συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος", 12-26 και "Κατάλογος των έργων", 27-28, Αθήνα, 1996.

6 Για τις ικανότητες του Μητρόπουλου στη σύνθεση θα διαφωνούσε με τον Καλογερόπουλο ο Trotter, ο οποίος προσφέρει σύντομες αναλύσεις κάποιων απο τα σημαντικότερα έργα του Μητρόπουλου εκφράζοντας θετικές απόψεις για την πρωτοτυπία τους, την εκρηκτική τους σύλληψη και την πρωτοποριακότητά τους. Κατά τον Trotter, οι συνθέσεις αυτές του Μητρόπουλου εκφράζουν ένα ευφυιές και καθαρά προσωπικό μουσικό ύφος (Trotter: 42-43 ("Eine Griechische Sonate" (1920)), 62-63 ("Ταφή" (1915), "The Burial" (1925)- το έργο αυτό δεν αναφέρεται στον Κατάλογο Έργων του Κώστιου (Κώστιος, 1996)-, "Ostinata" (1927), 10 Inventions σε ποίηση Κ.Καβάφη (1927), "Concerto Grosso" (1928)). Ο Trotter ισχυρίζεται ότι τα έργα που αντιπροσωπεύουν το προσωπικό στιλ του Μητρόπουλου είναι τα "Concerto Grosso", "Ostinata" και οι "10 Inventions" σε ποίηση Καβάφη.

7 Η εικονογράφηση περιέχει, σχεδόν εξ'ολοκλήρου, αδημοσίευτες έως τότε φωτογραφίες από την ιδιωτική ζωή του Μητρόπουλου, προσφορά των αρχιμουσικών Μ.Καρύδη και Α.Συμεωνίδη.

8 Αφορμή για τη διερεύνηση της σχέσης του Μητρόπουλου με το θέατρο έδοσε η συμμετοχή του συγγραφέα σε ένα συνέδριο στο Βόλο (1996) διοργανωμένο από το Κέντρο Μουσικού Θεάτρου Βόλου σε συντελεστές του οποίου είναι αφιερωμένο το εκπόνημα αυτό.

9 Η αλληλογραφία Μητρόπουλου-Κατσογιάννη έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά ως Dimitri Mitropoulos and Katy Katsoyanis, A Correspondence: 1930-1960, New York: Martin Dale, 1973.

10 Ο Μητρόπουλος δεν επιδίωξε την προβολή του, αντίθετα, αδιαφόρησε, γι'αυτό και έχουμε ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες του ιδίου γι'αυτήν (Βλ., π.χ., Κώστιος,1985: 11).

Content - editorship: Apostolos Kostios
Design, editorship: Tassos Kolydas
Webmaster: Kostas Kotokos