Πέτρος Πετρίδης, Η καλλιτεχνική προσωπικότης του Δημήτρη Μητροπούλου

 

[Το κείμενο εκφωνήθηκε από τον ακαδημαϊκό και συνθέτη Πέτρο Πετρίδη κατά την τέλεση καλλιτεχνικού μνημοσύνου για τον Δ. Μητρόπουλο, στην Ακαδημία Αθηνών στις 10 Δεκεμβρίου 1960. Φωτοτυπία του δακτυλόγραφου της ομιλίας παραχωρήθηκε από τον Βύρωνα Φιδετζή] *

Η προσπέλασις μιας ισχυράς προσωπικότητος αποτελεί έργο δυσχερές κι εν πολλοίς επικίνδυνο. Η ισχυρά προσωπικότης εμφανίζεται σαν πανύψηλο βουνό, με μεγαλόπρεπες, απρόσιτες κορυφές αλλά και με χαμηλότερα αντερείσματα, με βουνοπλαγιές και φαράγγια, αποτελεί σύνολο φωτεινών ανταυγειών αλλά και με σκοτεινούς, μυστηριώδεις δρυμούς, μ' επίφοβα άντρα, με σπηλιές στοιχειωμένες, όπου φωλιάζουν τα αδάμαστα θηρία του ανθρωπίνου υποσυνειδήτου. Δυο δε τρόποι υπάρχουν επικοινωνίας με το πανύψηλο βουνό: η μακρόθεν θέα και θαυμασμός του επιβλητικού συνόλου. Στην περίπτωσιν αυτή τα δευτερεύοντα στοιχεία, τα χαμηλότερα αντερείσματα εξαφανίζονται συνήθως από την θέα και τον θαυμασμό, που συγκεντρώνονται απερίσπαστοι πάνω στην μια, τις δυο ή και περισσότερες κύριες κορυφές. Μετά τον πρώτον αυτόν τρόπο προσφέρεται και δεύτερος, που όχι μόνο δεν αποκλείει τον προηγούμενο αλλά και τον συμπληρώνει με την  συνειδητήν εκ του σύνεγγυς επίγνωσι όλων εκείνων των θελκτικών ανακαλύψεων μιας διερευνητικής ορειβασίας. Ο πρώτος τρόπος μας επιτρέπει να θαυμάσωμε την προσωπικότητα, ο δεύτερος, καθιστά εφικτή την εξερεύνησι και γνωριμία της προσωπικότητος, Κι όσο πληρέστερη γίνεται η γνωριμία τόσο ο θαυμασμός, ο εν επιγνώσει θαυμασμός αποβαίνει μονιμώτερος, αληθέστερος καθό δικαιολογημένος κι εμπειρικά στερεωμένος, Και θαυμασμό μεν απεκόμισεν άπειρο, ενίοτε έξαλλο κατά την τελευταία τουλάχιστο δεκαετία της σταδιοδρομίας του ο μεγάλος αρχιμουσικός. Αλλ' έτυχε πολύ λιγώτερης κατανοήσεως τόσο παρ' ημίν όσο και στα περισσότερα κέντρα Ευρώπης κι Αμερικής. Με την σημερινήν επιμνημόσυνη ομιλία θα προσπαθήσουμε να ενισχύσουμε την καθυστερούσαν αυτή πτέρυγα της κατανοήσεως του Δημήτρη Μητροπούλου, ως καλλιτέχνη, ως μουσικού.

Η καλλιτεχνική προσωπικότης του Μητροπούλου εμφανίζεται σαν δέσμη ατιθάσων οργασμών και τάσεων, βιαιότατα συηγκρουομένων, σπανιώτατα συναρμολογουμένων σε ομαλά ισορροπημένο σύνολο. Τάσεις κι οργασμοί, ορμές κι επιδιώξεις είχαν τούτο το κοινό χαρακτηριστικό: τον άκρατον υπερτατισμό, την αδήριτη, δηλαδή, βούλησι του καλλιτέχνη να προβάλη, να προωθήση, να επιβάλη την ψυχική του φορά στο υπέρτατο σημείο ανελίξεως. Η τέτοια βούλησις του αρχιμουσικού έπαιρνεν ενίοτε χαρακτήρα βιαίου πάθους, χαρακτήρα τραγικής θελήσεως ν' αποδείξη το αναπόδεικτο, ν' αποδείξη την υπεροχή, να δικαιολογηθή και να δικαιολογήση την ύπαρξί του. Κάτω από την επιφάνεια της τόσο σπάνιάς του φαιδρότητος υπέβοσκε κάποιο καταθλιπτικό συναίσθημα είδους τινος προπατορικού αμαρτήματος, από το οποίο με κυκλώπεια προσπάθεια αγωνιζόταν να εξαγνισθή. Στο μέσο και της θερμότερης φιλικής συνομιλίας οιαδήποτε νύξις, ή ο ελάχιστος άκακος υπαινιγμός εξαλαμβάνετο σαν βολή επισημάνοεως προς την κατεύθυνσι του τραγικού εκείνου συναισθήματος και τον βύθιζε σε μαύρη, αδιάσειστη μελαγχολία και σιωπή.

Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς πεπειραμένος ψυχαναλυτής για να συμπεράνη, από τα ως άνω στοιχεία, ότι κάποιος βαρύς ψυχικός τραυματισμός είχε θέσει την σκληρή του σφραγίδα στην παιδική, τρυφερή ψυχή του Μητρόπουλου. Θα παραμείνη πιθανώτατα εσαεί μυστήριο ποιος ήταν ο ψυχικός τραυματισμός, ποια τα αίτιά του. Αλλ' οι συνέπειες του έστησαν τον κεντρικόν άξονα της καλλιτεχνικής του προσωπικότητος, χάραξαν την μετέπειτα πορεία της, διέπλασαν καθ' ον τρόπον γνωρίζομε τις αισθητικές του δοξασίες. Οι πολλαπλές συνέπειες του παιδικού εκείνου ψυχικού τραυματισμού εξηγούν την τ μελαγχολική μοναξιά του Μητροπούλου, την μυστικοπάθειά του, τον πόθο φυγής από τα εγκόσμια. Εξηγούν την παθιασμένη του κλίσι προς την ερμηνεία, την συγκλονιστικήν ερμηνεία των μεγάλων ρομαντικών μουσουργών, τον στενώτατο συγγενικό του συνταυτισμό με την σπαραξικάρδια αισθητική και τεχνοτροπία της σύγχρονης μουσικής και δη της δωδεκάφθογγης.

Ο παιδικός ψυχικός τραυματισμός του Μητροπούλου μας φαίνεται κατά τοσούτο ακατανόητος καθόσο είναι γνωστοί οι εξαιρετικά ευνοϊκοί όροι, υπό τους οποίους ανετράφη, σπούδασε και ξεκίνησε στην ένδοξή του σταδιοδρομία. Από υλικής πλευράς ουδέποτε γνώρισε την σκληρή βιοπάλη των νέων καλλιτεχνών. Στο Ωδείο Αθηνών οι ποικίλες του σπουδές έγιναν υπό την αιγίδα και καθοδήγησι αρίστων δασκάλων και καθηγητών. Μαθητής του Βάσενχοβεν στο πιάνο επέτυχε την λαμπρήν επίδοσι του πιανίστα και συνοδευτή στη μουσική δωματίου. Στα θεωρητικά είχε την καλή τύχη να του αφιερωθή ολόψυχα ο Αρμάνδος Μαρσύκ. Ο άριστος φορεύς των μεγάλων παραδόσεων της φλαμανδικής πολυφωνίας, ο ιδρυτής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Με πόσην αφοσίωσι είχεν αναλάβη και φέρει εις πέρας την γενική μουσικήν εκπαίδευσι του Μητροπούλου μου περιέγραφε κάποτε ο ίδιος ο καλός Αρμάνδος Μαρσύκ στην κατοικία του στις Βρυξέλλες: του έδωσα όλες μου τις γνώσεις, όλη μου την πείρα σε βαθμό που δεν μου έμεινε τίποτε.

Αριστούχος του Ωδείου Αθηνών ο Δημήτρης Μητρόπουλος ξεκινά για το Βέλγιο εφοδιασμένος με υποτροφία και με ποικίλες άλλες οικονομικές και κοινωνικές ενισχύσεις. Στις Βρυξέλλες μαθητεύει κοντά στο διάσημο τότε Βέλγο μουσουργό και παιδαγωγό Ετιέν Ζιλσόν. Λίγο γνωστός σήμερα ο Ζιλσόν έξω από τους κύκλους των ειδικών. Αλλά στάθηκε σαν ένας από τους επιβλητικώτερους θεωρητικούς και διδασκάλους μέχρι προ τριακονταετίας. Όσον αφορά στην επαγγελματική μουσική κατάρτισι ο Μητρόπουλος είχε τύχη καλή, καλύτερη της οποίας σπάνια γνώρισε άλλος συνθέτης της μουσικής ιστορίας.

Από το Βέλγιο ο νεαρός επίδοξος συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός μετασταθμεύει στο Βερολίνο, υπέροχο κέντρο μουσικής παιδείας και γενικής καλλιτεχνικής ζωής. Στην Χόχσουλε του Βερολίνου θρόνιαζε τότε η κολοσσιαία φυσιογνωμία του Φερρούτσιο Μπουζόνι, πλατύτερης ίσως εμφάνισης στον κόσμο της μουσικής του πρώτου μισού του εικοστού αιώνος. Πιανίστας ανυπέρβλητος, μέγας θεωρητικός και φιλόσοφος, συνθέτης μνημειωδών έργων πάσης υφής, ο Μπουζόνι αποτελούσε τον πανίσχυρο μαγνήτη, προς τον οποίο προσέτρεχεν η μαθητιώσα νεολαία από τα πέρατα της γης. Η μαθήτευσις του Μητροπούλου κοντά στον Μπουζόνι είχε μεν τα βαρυσήμαντα πλεονεκτήματα του τέλειου τεχνικού εξοπλισμού στην τριπλήν ιδιότητα του συνθέτη, πιανίστα, αρχιμουσικού, όπως ο ίδιος ο Μπουζόνι, αλλά συνεπέφερε και την μειονεκτική πλευρά του αδυνάτου της εξασκήσεως της τριπλής αυτής ιδιότητος σε ίσην εντέλεια. Ο ίδιος ο Μπουζόνι δεν κατώρθωσε να επιβληθή ως συνθέτης κι ως μαέστρος-αρχιμουσικός όσον αυτοκρατορικά είχεν επιβληθή σαν μέγιστος δεξιοτέχνης του πιάνου, σαν κορυφαίος ερμηνευτής στα πλήκτρα της φιλολογίας πιάνου όλων των εποχών κι όλων των αισθητικών προελεύσεων. Είχεν, επί πλέον, αναδειχθή ο Μπουζόνι σαν μεγαλοφυής διασκευαστής για το πιάνο έργων Μπαχ γραμμένων αρχικά για το εκκλησιαστικό όργανο, για κλαβίχορδο, για βιολί ακόμα. Θα αναφέρουμε εδώ δυο μόνο παραδείγματα γνωστά, ασφαλώς, σε πολλούς φιλομούσους: την περίφημη Τοκκάτα σε Ρε δώριο και την εξ ίσου διάσημη Chaconne (Σακόν) από την σονάτα για βιολί σόλο. Για την Chaconne Σακόν τούτη, αριστούργημα μουσικής κι άθλος βιολιστικής ερμηνείας και δεξιοτεχνίας μου έλεγε κάποτε ο πολύς πιανίστας Αρθούρος Ρουμπινστάιν: αφότου ημείς οι πιανίστες παίζουμε την Chaconne Σακόν στη διασκευή του Μπουζόνι λίγοι βιολιστές θέλουν να καταπιασθούν με την αρχικήν εκδοχή, ήτοι την εκδοχή του μόνου βιολιού με τις τέσσερις φτωχές του χορδές. Μ' όλους τους παγκόσμιους θριάμβους ο Φερρούτιο Μπουζόνι έννοιωθε μεγάλη πίκρα για την μη επιβολή του στην ιδιότητα του συνθέτη. Σαν ανηγγέλλοντο πέντε συναυλίες του Μπουζόνι στο Παρίσι, από τα πέρατα της Ευρώπης προσέτρεχαν πιανίστες και καθηγητές, κριτικοί και μουσικολόγοι, φιλόμουσοι κάθε λογής. Σπανιώτατα ενέγραφε στα προγράμματα των συναυλιών του έργα δικής του συνθέσεως. Μια φορά, μολαταύτα, μου έτυχε να παρευρεθώ σε συναυλία όπου μεταξύ μνημειωδών έργων της πιανιστικής φιλολογίας ήταν δειλά τοποθετημένη μια σονατίνα του ίδιου. Κι ενώ έξαλλος ενθουσιασμός είχε χαιρετίσει το όλο πρόγραμμα, η δυστυχής σονατίνα ετάφη υπό τα αραιά χειροκροτήματα της εξ ευγενείας καλής θελήσεως του ακροατηρίου. Μετά την συναυλία, στο καμαρίνι του καλλιτέχνη ο μέγας αλλ ΄αφελής Μπουζόνι έλεγε στον διάσημο Γάλλο καθηγητή του πιάνου Ισίδωρο Φιλίπ και σ' επήκοο πολλών παρόντων θαυμαστών: περίεργο, φίλε μου, να χειροκροτούν τα άλλα έργα και να μη χειροκροτούν τα δικά μου.

Η περί Μπουζόνι παρένθεσις δεν είναι άσχετη με το θέμα που μας απασχολεί σήμερα. Την τραγωδία του μεγάλου Μπουζόνι, την τραγωδία δηλαδή, του αδυνάτου της εξασκήσεως σε ίσην εντέλεια της τριπλής ιδιότητος συνθέτη, πιανίστα κι αρχιμουσικού την έζησε, κατά τρόπο δραματικό , κι ο Δημήτρης Μητρόπουλος κατά τα είκοσι τουλάχιστον έτη της αρχικής του σταδιοδρομίας. Πριν όμως επεκταθούμε στην πλευράν αυτή της προσωπικότητος του Μητροπούλου χρήσιμο να συμπληρώσουμε τα των σπουδών του στο Βερολίνο. Προσληφθείς στην Κρατικήν Όπερα της τότε Γερμανικής πρωτευούσης ο Έλλην καλλιτέχνης είχε την μοναδικήν ευκαιρία να δράση ως προπονητής-ρεπετιτόρ των εν ενεργεία στην όπερα καλλιτεχνών, ως δάσκαλος και διευθυντής της χορωδίας, ως διευθυντής ορχήστρας. Κι όχι μόνο τούτο. Είχε την ευεργετικήν ευκαιρία να παρακολουθήση εκ των έσω την εργασία των μεγαλυτέρων αρχιμουσικών της Γερμανίας, να συνεργασθή μ' αυτούς, να θησαυρίση τα διδάγματά τους, την πείρα τους. Εμυήθη κατά τρόπο πληρέστατο στα μυστήρια της μεγάλης ερμηνείας, εξέμαθε μέχρι καταπληκτικής εντελείας την τεχνική του μουσικοδράματος, της όπερας, της συμφωνίας. Αμφιβάλλω αν άλλος από τους πολλούς αξιολόγους μαέστρους που έτυχε να γνωρίσω εκ του πλησίον, αμφιβάλλω αν κατείχε όσον ο Μητρόπουλος την απόλυτη τεχνική της ορχηστρικής στρατηγικής και τακτικής. Ορχήστρα  και Μητρόπουλος αποτελούσαν δυο στενά συνταυτιζόμενες, αναπόσπαστες πτυχές του ενός και του αυτού προσώπου.

Ιδού τώρα ο φέρελπις νέος μαέστρος, συνθέτης και πιανίστας πίσω στην πατρίδα του. Αρχίζει την τριπλή του σταδιοδρομία επί κεφαλής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Μη ευνοηθείς ο ομιλητής με το τιμητικό προνόμιο της τότε διαβιώσεως στο κλεινό Άστυ της Παλλάδος, αδυνατεί να επεκταθή στην περιγραφή των πρώτων εν Αθήναις βημάτων του Μητροπούλου. Αλλά βαθμηδόν η φήμη άρχισε να φθάνη μέχρι Παρισίων χάρις κυρίως στους επιφανείς σολίστες τους μετακαλουμένους να μετάσχουν των συμφωνικών συναυλιών. Οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι η φήμη αυτή διεδίδετο κάπως παράδοξη, ανησυχητική. Το Παρίσι δεν συμπάθησε ποτέ την κατηγορία των παιδιών-θαυμάτων για πολλούς και διαφόρους λόγους, ο πρακτικώτερος των οποίων είναι το γεγονός ότι εμφανίζονται εκεί κατ' έτος κατά δεκάδες ίσως παιδιά-θαύματα εξ όλων των περιοχών της Οικουμένης με γλίσχρα συνήθως επιτεύγματα. Μη έχων προσωπικήν αντίληψι των μουσικών προσώπων και πραγμάτων της Ελληνικής πρωτευούσης βρισκόμουν σε πλήρη αμηχανία σαν μου εζητούντο σχετικές πληροφορίες και γνώμες. Η προκατάληψις αυτή περί παιδιού-θαύματος καθυστερούσε πολύ και εδυσχέραινε περισσότερο την μετάκλησί του να διευθύνη ένα πρόγραμμα της αρεσκείας του επί κεφαλής μιας των διασήμων συμφωνικών ορχηστρών του Παρισιού. Τέλος, το φθινόπωρο του έτους 1931, φθάνει εις χείρας μου ένα  pneumatique πνευματίκ, ήτοι τεχυδρομικό τηλεγράφημα του διευθυντή-διαχειριστή της Συμφωνικής Ορχήστρας Παρισίων, του καλού κοντραμπασίστα Αντρέ Μαρί, ασχέτου με τον ομώνυμο γνωστό Γάλλο πολιτικό. Η Συμφωνική Ορχήστρα Παρισίων είχε  μόλις τότε ιδρυθεί με σκοπό να πλουτίση και να επεκτείνη και σε νεώτερες τεχνοτροπίες την ήδη άφθονη συμφωνική δράσι της Γαλλικής πρωτευούσης. Επί κεφαλής είχαν τεθή ο ήδη τότε διάσημος και στην ακμή της καλλιτεχνικής του επιδόσεως αρχιμουσικός Πιερ Μοντέ, ο Ελβετός επίσης διάσημος μαέστρος Ερνέστος Ανσερμέ τον οποίο χειροκρότησαν οι Αθηναίοι κατά το εφετεινό Φεστιβάλ Αθηνών διευθύνοντα την Ορχήστρα της Ρωμανικής Ελβετίας. Υπό την καθοδήγησι της δυάδος αυτής και με επιβλητικήν οικονομική και κοσμικήν υποστήριξι η Συμφωνική Ορχήστρα Παρισίων διένυε θριαμβευτικά τα πρώτα έτη της δράσεώς της.

Προσήλθον πρόθυμα στην προαναφερθείσα πρόσκλησι του Αντρέ Μαρί, στα γραφεία της Ορχήστρας. Ιδού, περίπου, ο διαμειφθείς διάλογος:

Αγαπητέ φίλε, εδώ στο διπλανό δωμάτιο βρίσκεται ένας Έλλην κύριος από την Μασσαλία ονόματι Σαριφόπουλος ή Ζαφειρόπουλος. Μας προσφέρει ένα αξιόλογο ποσό για τρεις δοκιμές και μια συναυλία υπό την διεύθυνσι ενός συμπατριώτη του αρχιμουσικού -εδώ του υπέμνησα το όνομα- Μητροπούλου. Κι η μεν χρηματική πλευρά της επιζητουμένης συναυλίας εξασφαλίζεται επαρκώς με το προτεινόμενο ποσό. Αλλ η ορχήστρα μας είναι νέα, υφίσταται οξύ συναγωνισμό από τις άλλες καθιερωμένες, διάσημες ορχήστρες. Θα μας ήταν πολύ επικίνδυνο να διακυβεύσουμε το πρόσφατο ακόμα γόητρό μας με μιαν επικίνδυνη περιπέτεια. Τι φρονείς και τι μου συμβουλεύεις;

Βρέθηκα απροετοίμαστος μπρος σε σκληρό δίλημμα. Αγνοούσα ολότελα τότε την οιαδήποτε επίδοσι του Μητροπούλου. Οι ανησυχητικές φήμες περί παιδιού-θαύματος, περί μαεστρικών εκκεντρικοτήτων, κυκλοφορούσαν άνετα στα παρασκήνια της παρισινής μουσικής ζωής. Ήμουν, εξ άλλου, στενός φίλος των μουσικών της ορχήστρας, των διευθυντών και διαχειριστών της, των κοσμικών και οικονοκικών της προστατών. Μου ήταν επιτρεπτό να καθοδηγήσω την νεοπαγή ορχήστρα σε μια φθορά γοήτρου, που θα της ήταν καταστρεπτική; Όλοι αυτοί οι καλοί φίλοι με είχαν εγκολπωθή σαν έναν από τους νέους συνθέτες, τους οποίους το συγκρότημα είχε την πρόθεσι να προβάλη σε μεγάλη κλίμακα. Είχαν ήδη εγγράψει στα προγράμματα και τοιχοκολλήσει στο Παρίσι την Δραματική Συμφωνία ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ. Αλλά λόγω Ελληνικού καθήκοντος έδει να πνιγή κάθε δισταγμός. Προέτρεψα τον Αντρέ Μαρί, να υπογράψη το συμβόλαιο. Εκλήθη πάραυτα ο κ. Ζαφιφόπουλος, ένας μεσόκοπος, μικρόσωμος φαλακρός κύριος και υπέγραψε το σχετικό συμβόλαιο, το πρώτο συμβόλαιο του Μητροπούλου στο Παρίσι. Το διασφαλιστικό πόσο προήρχετο από έρανο των εν Μασσαλία Ελλήνων.

Ας μου επιτραπή να εξιστορήσω την πρώτην εμφάνισι του Έλληνος αρχιμουσικού στο Παρίσι. Κατά Φεβρουάριο του 1932 έφθασεν ο Μητρόπουλος και συστάσει του Αλέκου Διομήδη κατέλυσε πριγκιπικά στο μέγαρο της κ. Βλαστού, αν δεν με απατά η μνήμη. Στο πρόγραμμά του ενεφανίζετο υπό την διπλήν ιδιότητα του πιανίστα και του αρχιμουσικού. Τα κυριώτερα των παρουσιαζομένων έργων ήσαν το Κοντσέρτο αρ. 3 του Προκόφιεφ και η Τραγωδία της Σαλώμης του Φλοράν Σμιττ. Παρέμενε κάπως προβληματική η προσέλευσις των εγκυροτέρων μουσικοκριτικών. Πρώτος κι ο πιο άτεγκτος μεταξύ αυτών ο πολύς Φλοράν Σμιττ, του οποίου οι μνημειώδεις επιφυλλίδες στον Παρισινό Χρόνο ανεδείνυαν παταγωδώς η εξαφάνιζαν αμετακλήτως τους παντοίους εμφανιζομένους ερμηνευτές και συνθέτες. Αλλ ο μέχρι τραχείας ρήξεως ακέραιος αυτός συνθέτης και κριτικός ηρνείτο επίμονα να προσέλθη στην συναυλία προκατειλημμένος όπως ήταν περί παιδιού-θαύματος κι άλλων παρεμφερών. Με τιμούσε και με τίμησε μέχρι τελευταίας πνοής με την ακλόνητη φιλία του. Αλλά μάταιες οι παρακλήσεις παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό δικό του έργο κατείχε πρωτεύουσα θέσι στο πρόγραμμα. Τέλος εφθάσαμε σε συμβιβασμό. Θα ερχόταν μαζί μου στη γενική δοκιμή το Σάββατο πρωί. Στο τέλος του προγράμματος μου λέγει: σου είμαι ευγνώμων γιατί τόσο επέμεινες, εδώ πρόκειται περί ξεχωριστής φυσιογνωμίας. Η περιβόητη κριτική που έγραψε στον Παρισινό Χρόνο απετέλεσε το εναρκτήριο σάλπισμα της σταδιοδρομίας του Μητροπούλου.

Λιγώτερο ενθουσιώδης στάθηκε ο Σέργκεϊ Προκόφιεφ. Μετά το τέλος του Κοντσέρτου τον ρωτώ: λοιπόν, Σέργκεϊ, πως σου φάνηκε το κοντσέρτο σου; Με διστακτικά γαλλικά και βαρειά ρωσσική προφορά απαντά: ήταν καλά, αλλ' εγώ το παίζω αλλοιώς. Όπως πολλοί άλλοι Ρώσσοι συνθέτες, ως ο δαιμόνιος πιανίστας Ραχμάνινοφ, ήταν κι ο Προκόφιεφ μέγας χειριστής των πλήκτρων κι η μουσικώτατη μεν αλλά δεξιοτεχνικά ανεπαρκής ικανότης του Μητροπούλου με, επί πλέον, ταυτόχρονη διεύθυνσι της ορχήστρας των έθεταν σε μοίρα μειονεκτική. Ως σύνολο, μολαταύτα, η πρώτη αυτή εμφάνισις του Μητροπούλου στο Παρίσι σημείωσε κολοσσιαίαν επιτυχία. Γιομάτος ενθουσιασμό ο προαναφερόμενος διαχειριστής της Συμφωνικής Ορτχήστρας Παρισίων με συγχαίρει αναγγέλλοντας συνάμα την μετάκλησι του Έλληνος αρχιμουσικού για το επόμενο έτος με πληρωμή τριών χιλιάδων φράγκων κάπως χρυσών ακόμα την εποχήν εκείνη. Αλλά με την πρώτην αυτή τόσο θριαμβευτικήν εμφάνισι του Μητροπούλου αρχίζει να διαδραματίζεται η τριπλή τραγωδία του καλλιτέχνη, η σπαρακτική τραγωδία της εμφανίσεως υπό τριπλήν ιδιότητα του συνθέτη, του πιανίστα, του αρχιμουσικού. Η παρακολούθησις κι ανάλυσις την τριπλής αυτής τραγωδίας θα μας βοηθήσει τα μέγιστα στην από του 1932 κι εντεύθεν διάπλασι της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του Μητροπούλου.

Ενθαρρυνόμενος από την πρώτην επιτυχία ο Έλλην μουσικός ενέγραψε στο πρόγραμμα του επομένου έτους μεταξύ άλλων και το Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς, το μνημειώδες εκείνο κοντσέρτο το οποίο ελάχιστοι κορυφαίοι πιανίστες φέρουν επιτυχώς εις πέρας και δίχως την ταυτόχρονη διεύθυνσι μιας υπερτραφούς ορχήστρας. Σαν ο Αντρέ Μαρί μου ανεκοίνωσε το εν λόγω πρόγραμμα κατελήφθην από εύλογο πανικό. Συναντήσας για λίγα μόνο λεπτά τον Μητρόπουλο σε μια καλλιτεχνική συγκέντρωσι έκρινα ότι δεν διέβλεπα οιοδήποτε δικαίωμα να εκφέρω γνώμη επί των προθέσεων του μαέστρου. Την άνοιξι του 1932 ήλθα για πρώτη φορά σ' επαφή με την μουσική ζωή των Αθηνών. Στο πρόγραμμα  της τελευταίας συναυλίας της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών είδα εγγεγραμμένο το ως άνω κοντσέρτο του Μπραμς με σολίστ και διευθυντή ορχήστρας τον Μητρόπουλο. Μου δόθηκε θέσις στην πρώτη σειρά της πλατείας των Ολυμπίων. Η ζέστη ήταν ήδη καταθλιπτική. Σαν άρχισε το κοντσέρτο είχα αμέσως την εντύπωσι ότι άρχιζεν επικίνδυνη περιπέτεια. Ιδρώτας άφθονος κατέβαινε από το πρόσωπο και το γυμνό κρανίο του πιανίστα και κατέβρεχε τα πλήκτρα. Το κείμενο, το τόσο πολύπλοκο κείμενο του έργου, έβγαινε κατά προσέγγισι η δε διπλή αρματοδρομία, δηλαδή, πιάνο κι ορχήστρα, διεξήγετο υπό όρους, που εγκυμονούσαν πιθανούς εκτροχιασμούς. Η επίδοσις αυτή του Μητροπούλου εχαιρετίσθη από ολόφωνη την τότε κριτική σαν άθλος ανυπέρβλητος. Ύμνοι και θούριο φτερούγιζαν απανταχού. Στο προαύλιο του θεάτρου όπου περίμενα να χαιρετίσω συναδελφικά τον Μητρόπουλο έντρομη με πλησιάζει κυρία φιλόμουση, στενότατα συνδεομένη με τον καλλιτέχνη. Με ικετεύει να τον αποτρέψω από την επανάληψι του υποτιθεμένου άθλου στο Παρίσι διατεινομένη ότι η ίδια δεν γίνεται εισακουστή. Αλλά μάταια προσπάθησα να μεταπείσω τον Μητρόπουλο. Είχεν ήδη στείλη το πρόγραμμα και δεν εννοούσε να υπαναχωρήση. Δυστυχώς η περιπέτεια επανελήφθη πράγματι στο Παρίσι με αποτέλεσμα την πλήρη μεν εκμηδεύνισι του αρχικού θριάμβου και την επί εικοσαετία περίπου ρήξι του αρχιμουσικού με τον μουσικό κόσμο της Γαλλικής πρωτευούσης. Ο εν λόγω μουσικός κόσμος θαύμαζε απροκάλυπτα την μεγάλη προσωπικότητα του Μητροπούλου αλλ' ηρνείτο να τον ακολουθήση στην τριπλή του ιδιότητα. Αν είχεν εμφανισθή στο Παρίσι μόνον ως αρχιμουσικός, -εμφάνισις πλέον ή επαρκής και ικανοποιητική για οιονδήποτε καλλιτέχνη- η ευρωπαϊκή σταδιοδρομία του Μητροπούλου θα είχε λάμψη δέκα η δεκαπέντε χρόνια ενωρίτερα από ότι έλαμψε κατά την τελευταία πενταετία περίπου. Αλλ' όχι μόνο τούτο. Κατά δεκαπέντε ίσως άλλα έτη συντόμευσε ο Μητρόπουλος τον δραματικό του βίο ακριβώς καθ' ην εποχή είχε φθάσει στον κολοφώνα της επιδόσεως και της επιβολής. Με αμέτρητη σπατάλη φυσικής και ψυχικής ενεργείας και ζωτικότητος εδαπανήθη  "εφ' α μη δει", κατά την σοφήν έκφρασι των αρχαίων, φθειρόμενον με την πείσμονα παραίσθησι του μεγάλου συνθέτη, του μεγάλου πιανίστα.

Η εκ του ψυχικού τραύματος βούλησις του Μητροπούλου, βούλησις υποσυνείδητη η ενσυνείδητη στην επιδίωξι του ανεφίκτου, στην απόδειξι του αναποδείκτου μπορούσε να είχεν ίσως εξομαλυνθή αν ο καλλιτέχνης, ο κατατρυχόμενος από ποικίλα συμπλέγματα, είχε ζήσει, κατά τα έτη της διαπλάσεως της καλλιτεχνικής του προσωπικότητος σε περιβάλλον, γενικό και μουσικό, λιγώτερο εξαρθρωτικό, λιγώτερο εκτροχιαστικό από το των Αθηνών. Σαν γνώρισα το εν λόγω περιβάλλον έμεινα κατάπληκτος. Ο Μητρόπουλος ζούσε κι έδρα υπό την προαναφερθείσα τριπλήν ιδιότητα μέσα σε αποπνικτικήν ατμόσφαιρα τεχνητής, θεοποιητικής λατρείας, ατμόσφαιρα εξάλλων κι ακαταλογίστων υστερισμών. Ότι έλεγε κι ότι έκαμνε αποτελούσαν για τον κύκλο των θαυμαστών και θαυμαστριών λόγια κι έργα ενός θεού, ενός ημιθέου τουλάχιστο. Κατά τα έτη ακριβώς εκείνα, κατά τα οποία ο ακόμα εύπλαστος καλλιτέχνης έχει μέγιστην ανάγκη ελέγχου και μάλιστα σκληρού ελέγχου, αυστηράς, κριτικής, ομαλής καθοδηγήσεως, ο στο κεφάλαιο τούτο ατυχής Μητρόπουλος έπλεεν αμέριμνος σε ωκεανούς απιθάνων παραισθήσεων, επικινδύνων και καταστρεπτικών για όλη του εξέλιξι. Ο εκ του ψυχικού τραυματισμού ακάθεκτος υπερτατισμός του δεν έβρισκεν οιοδήποτε χαλινό ρυθμιστικό των βασικών δεδομένων μιας αρμονικά διαπλασσομένης προσωπικότητος, δεν υπετάσσετο σε καμμιά πειθαρχική διαδικασία. Είχεν εγκαστασταθή σε καθεστώς απόλυτης μονοκρατορίας στα μουσικά μας πράγματα. Ο έξαλλος εκ ψυχικού συμπλέγματος υπερτατισμός του, ανενόχλητος, αχαλίνωτος, υποθαλπόμενος από τις υστερικές διαχύσεις, τις εξωφρενικές εκδηλώσεις του αμέσου του περιβάλλοντος, εξωγκούτο σε διαστάσεις που, στον ομιλητή, τουλάχιστο, προκαλούσαν κατάπληξι και δέος. Παρομαρτούντα αναπόφευκτα της μονοκρατορίας ήσαν το αλάνθαστο, το ασύδοτο. Μη έχων δίπλα του κανένα δεύτερον όρο συγκρίσεως, μη υποκείμενος εις έστω κι ελάχιστα επιφυλακτική διαβάθμισι των έργων του ο ατυχής καλλιτέχνης προετοίμαζε σκληράν αφύπνισι ευθύς ως θα ήρχετο σ' επαφή με αλλότρια μουσικά κοινά, με αλλότρια περιβάλλοντα, όπου η τεχνητή θερμοκρασία του αθηναϊκού υστερισμού θα διελύετο με τις πρώτες συγχορδίες της συναυλίας. Μεταξύ της τεχνητά διατηρουμένης υψηλής στάθμης του αθηναϊκού υστερισμού και των ομαλών επιπέδων της ευρωπαϊκής μουσικής κοινωνίας υπήρχε τέτοια διαφορά ύψους ώστε, ανοιγομένων κάποτε των κρουνών επικοινωνίας σκληρά έμελλε να ενσκήψη ο αδήριτος νόμος των συγκοινωνούντων αγγείων για την εξίσωσι των επιπέδων. Εξιστορήσαμε δι' ολίγων τα της πρώτης επαφής με το Παρισινό κοινό. Παρόμοια περίπου συνέβησαν και σ' άλλες πρωτεύουσες και πόλεις της Ευρώπης. Δέκα τουλάχιστο χρόνια αγωνίσθηκε τραχύν αγώνα ο Μητρόπουλος για να επιτύχη μιαν άνευ ρήξεων αναπροσαρμογή του στα ομαλά επίπεδα της μουσικής ζωής των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων. Θεωρώ δε καθήκον να καυτηριάσω δριμύτατα όλους εκείνους τους εξάλλους κι ακαταλογίστους θαυμαστές, όλες εκείνες τις υστερικές μαινόμενες θαυμάστριες, που υπέβαλαν τον Μητρόπουλο στο δεκαετές μαρτύριο της αναπροσαρμογής επειδή απεδείχθησαν ανίκανοι να αντιληφθούν και να θαυμάσουν με μέτρο και με κατανόησι τις πλούσιες δυνατότητες, που ενέκλειε στη βασανισμένη ψυχή ο διαπρεπής αρχιμουσικός.

Η δεύτερη κατά σειρά αλλά βασική κατ' αρχήν πτυχή του εσωτερικού δράματος του Μητροπούλου στάθηκεν ο αναγκαστικός αποχωρισμός από το όνειρο μιας μεγάλης δημιουργικής σταδιοδρομίας. Δεν υπάρχει σκληρότερο δράμα από την αναγκαστικήν εγκατάλειψι του μεγίστου των ονείρων μιας σφριγώσης νεανικής καλλιτεχνικής ψυχής. Ο Μητρόπουλος είχε ξεκινήσει στην τέχνη της μουσικής κυρίως σαν συνθέτης και κατά μείζονα λόγο σαν πιανίστας κι αρχιμουσικός. Η πρώτη του όπερα, η θρυλική ΒΕΑΤΡΙΚΗ είχε δημιουργήσει πάταγο στον αθηναϊκό μουσικό κόσμο, πάταγο, του οποίου πολλές διαδοχικές αντηχήσεις είχαν φθάσει μέχρις ημών στο Παρίσι. Αδυνατώ να εκφράσω γνώμη περί του έργου διότι ουδέποτε το ήκουσα ούτε κι έτυχε να διαβάσω την παρτιτούρα. Αλλά, πολλά χρόνια αργότερα, σαν μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω το περιβόητο ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΚΡΟΣΣΟ, την ΚΑΣΣΙΑΝΗ, σχημάτισα, άνευ δισταγμού την πεποίθησιν ότι ο δρόμος της δημιουργίας ήταν κλειστός για τον επίδοξο συνθέτη. Την ενδόμυχην αυτή πεποίθησι ουδέποτε διετύπωσα γιατί προέβλεπα ότι, μέσα στην μονοκρατορικά, παντοκρατορικά αποπνικτικήν ατμόσφαιρα των Αθηνών η διατύπωσις τέτοιας πεποιθήσεως θα έπαιρνε διαστάσεις ασεβείας, ιεροσυλίας, συναδελφικού φθόνου κι άλλων παρεμφερών ήκιστα τιμητικών προθέσεων. Σήμερα είμαι υποχρεωμένος να κάμω μνεία της πεποιθήσεως γιατί αποτελεί έρεισμα  πάνω στο οποίο θα στηρίξουμε την προσπάθεια κατανοήσεως της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του αρχιμουσικού.

Σε πρόσφατο βιογραφικό σημείωμα γραφέν δεν ενθυμούμαι από ποιόν ανεκάλυψα μια βαρυσήμαντη λεπτομέρεια, που ρίχνει άπλετο φως στο θέμα που μας απασχολεί. Γράφει ο εν λόγω βιογράφος ότι την εποχή που ο Μητρόπουλος μαθήτευεν ακόμη κοντά στον Μπουζόνι, ο μέγας δάσκαλος, ορμώμενος πιθανώτατα από την δική του πικρά πείρα του αδυνάτου εξασκήσεως σε ίσην εντέλεια της τριπλής ιδιότητος, είχε συμβουλεύσει τον Έλληνα μαθητή του να μην επιμείνη στην κατεύθυνσι της δημιουργικής συνθέσεως και να αφιερωθή εξ ολοκλήρου στην διεύθυνσι ορχήστρας. Μόνον εκείνοι, που γνώρισαν τις αγωνίες και τις χαρές της μουσικής δημιουργίας μπορούν κατά προσέγγισι να φαντασθούν τον σπαραγμό καρδίας του νεαρού Μητροπούλου στο άκουσμα τέτοιας συμβουλής, καταδικαστικής όλων των γλυκυτάτων νεανικών ονείρων. Δίνοντας την συντριπτικήν αυτή συμβουλή ο Μπουζόνι έδειχνε το μεγαλείο της ψυχής του, την πλήρη συναίσθησι της καθηγητικής του αφοσιώσεως στον μαθητή. Δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερο ηθικό έγκλημα από την υπό αρμοδίων υπευθύνων ενθάρρυνσι των νέων προς κατευθύνσεις στείρες, καταστρεπτικές μιας ολάκερης ζωής. Συχνά, δυστυχώς, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Για λόγους φιλίας, δειλίας, καιροσκοπισμού , αβρότητος προς ενδιαφερομένους γονείς η συγγενείς, υπεύθυνοι αρμόδιοι προδίδουν τον προορισμό τους και με ψευδείς, κολακευτικές παραινέσεις δολοφονούν τις νεώτερες γενεές. Τα αυτά περίπου καθήκοντα κι ανάλογες ευθύνες βαρύνουν την συνείδησι των κριτικών. Άχαρι σε ύψιστο βαθμό το έργο μας ως κριτικών. Κυμαίνεται το έργο τούτο μεταξύ θάρρους γνώμης και βιοποριστικής ανάγκης, μεταξύ σκληρού καθήκοντος και συμφεροντολογικής ευκολίας, μεταξύ συναδελφικής, κοινωνικής αβρότητος και τραχειάς αδιαφορίας για τις οιεσδήποτε συνέπειες μιας αυστηράς κριτικής. Κατά συνείδησι και χαρακτήρα διαλέγει ο κάθε κριτικός την τηρητέα στάσι.

Είναι γνωστό ότι δεν ίσχυσεν η προς τον επίδοξο συνθέτη Μητρόπουλο συμβουλή του Μπουζόνι. Κι αποτελεί τούτο κρίμα μέγα. Επί δεκαπέντε περίπου έτη από της επιστροφής του στην Ελλάδα ο Μηρόπουλος αγωνιζόταν σκληρά, προσπαθούσε με πείσμονα βούλησι να συνθέση κάποιο αξιόλογο έργο, κατά προτίμησι ένα κοντσέρτο για πιάνο, στο οποίο θα εμφανιζόταν υπό την περιπόθητη τριπλήν ιδιότητα συνθέτη-πιανίστα και αρχιμουσικού. Φθορά χρόνου, φθορά ψυχικής και φυσικής ενεργείας στάθηκαν τα μόνα τιμήματα της στείρας αυτής κατευθύνσεως. Αλλ' επηκολούθησε κάτι το πολύ σοβαρώτερο: νέος οξύς ψυχικός τραυματισμός με όλα τα συμπαρομαρτούντα ήλθε να προστεθή στον προηγούμενο. Μέσα στην αποπνικτικήν ατμόσφαιρα την περιβάλλουσα τον Έλληνα μουσικό ήταν αδύνατο να γίνη αποδεκτή οιαδήποτε αδυναμία του ημιθέου. Κατ' απαράβατο, θείο κανόνα ο τα πάντα δυνάμενος Μητρόπουλος ήταν ικανός να συνθέση οιοδήποτε αριστούργημα. Αντί ν' αποτραπή από τις άγονες, αγωνιώδεις προσπάθειες ενεθαρρύνετο με υπερτατικές, θεοποιητικές αφοσιώσεις, τις οποίες δεν θα χαρακτηρίσω ως κολακείες γιατί προήρχοντο από έντιμες προθέσεις. Το εκτροχιαστικό αποτέλεσμα παρέμενε, μολαταύτα, το αυτό.

Επιβάλλεται να επεκταθώ κατά τι στην ανάλυσι των συνεπειών του δευτέρου ψυχικού τραυματισμού γιατί, δίχως αμφιβολία, απετέλεσε τον κύριο παράγοντα της μετέπειτα διαπλάσεως της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του Μητροπούλου. Οι καλλιτέχνες, κι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, στην αρχική τρυφερή προπάντων ηλικία, δείχνουν πολλά προσόντα θηλυκότητος. Η φιλαυτία, η φιλαρέσκεια, η εύθικτη ευαισθησία αποτελούν κοινά γνωρίσματα. Η παραμικρά προστριβή σε δυσάρεστα γεγονότα ως κακές κριτικές, άρνησις θαυμασμού κι αναγνωρίσεως, σαρκασμοί σχολίων, δημόσιες αποτυχίες, πληγώνουν βαθύτατα, κάποτε ανίατα, τον νεαρό καλλιτέχνη. Αλλα σ' εκείνην ακριβώς την ηλικία γίνεται ο αποφασιστικός έλεγχος του ποιού και της αντιστάσεως του καλλιτεχνικού μετάλλου. Ο νέος συνθέτης περνά από είδος πυρακτωμένου καθαρτηρίου πριν ή αναδυθή στον πραγματικόν εαυτό του και να προχωρήση με αυτοπεποίθησι στηριζόμενος κυρίως στην ενδόμυχη πίστι του, την οποία, μολαταύτα, έχει κάθε συμφέρο να θέτη υπό περιοδική, θαρραλέα δοκιμασία βάσει των αυστηρών κριτικών, των αρχικών αποτυχιών κι αποδοκιμασιών. Στην κρίσιμην αυτή περίοδο της ζωής ενός καλλιτέχνη φθάνουν σαν θεία δώρα οι συμβουλές ενός εγκύρου, εντίμου δασκάλου, οι συμβουλές και παραινέσεις ειλικρινών κι αρμοδίων φίλων, το μαστίγιο της αυστηράς αλλά καλόπιστης κριτικής. Θεωρώ, άτυχο κάθε νέο καλλιτέχνη που στερήθηκε, σε κρίσιμες στιγμές, τα θεία αυτά δώρα. Την μεν συμβουλή του Μπουζόνι ο Μητρόπουλος ηγνόησε, φίλους δε πραγματικούς αμφιβάλλω αν είχε τότε. Οι αυστηρές κριτικές τον επλήγωναν βαθύτατα αν και ενδόμυχα ανεγνώριζεν ότι ήσαν συχνά δίκαιες και δικαιολογημένες. Μια και μόνη φορά, σε στιγμή εξομολογητικής διαχύσεως μου έλεγε: έχεις δίκαιο, φίλε μου, αλλ' είμαι σαράντα χρονών περασμένος και δεν μπορώ πια ν' αλλάξω. Κι όμως άλλαξε. Με μιαν υπέροχη, υπερφυσική σχεδόν έντασι βουλήσεως κι εργασίας απηλλάγη από το μένος των τριών ιδιοτήτων, επεσήμανε και καθώρισε τις αισθητικές εκείνες κατευθύνσεις, τις γονιμώτερες για την ολότελα ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία του. Χάρις στον πράγματι ηρωϊκόν αυτόν άθλο ανεδείχθη, εντός διαστήματος πενταετίας μόλις, ως ένας εκ των μεγίστων ερμηνευτών, που γνώρισεν η εποχή μας. Δεν είναι αυθαίρετο να εντοπίση κανείς την τέτοια ψυχική κι αισθηιτκή μεταφμόρφωσι του μαέστρου στην δεκαετή του απομόνωσι στην Μιννεάπολι, όπου, κλεισμένος στο φοιτητικό κελί του Πανεπιστημίου, πνευματικά και ψυχικά ασφαλώς ολομόναχος, αντιμετώπισε τραχιά κι ολοκληρωτικά τον γνήσιο εαυτό του, απέρριψε τις φανταχτερές επενδύσεις, απετίναξε τον καταθλιπτικό φόρτο των παταγωδών εκδηλώσεων, που ως τότε κατεκάλυπταν την γνήσια του φυσιογνωμία και τον έκαμναν αντικείμενο και συνάμα θύμα φανταστικών θρύλων κι αλλοπροσάλλων διαδόσεων. Όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που αποχωρούσαν στην έρημο για μακρά χρονικά διαστήματα για να επικοινωνώσουν με τον Θεό και ενισχύσουν την πίστι τους, κατά παρόμοιο τρόπο ο Μητρόπουλος απεμονώθη για δέκα χρόνια, αλλ' ανεδύθη ολοκληρωμένος, γνήσιος, κάτοχος του θεού της μουσικής κι εμπνευσμένος προφήτης ερμηνευτής του μουσικού λόγου.

Από τα περιληπτικά στοιχεία, τα οποία εξετέθησαν, είναι δυνατό, νομίζω, να προβούμε στην κατανόησι και την σύνθετη δομή της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του Δημήτρη Μητροπούλου. Κατ' εξοχή ρωμαντικός, επιδιώκων σε κάθε περίπτωσι να προβάλη και να επιβάλη στον υπέρτατο δυνατό βαθμό τον εσωτερικό του συναισθηματικό κόσμο, έδινε στις ερμηνείες του εντονώτατη προσωπική σφραγίδα. Ο αισθηματισμός του ήταν κατά μέγα μέτρο αισθησιακός η δε συναρπαστική πρώτη του επαφή με το κοινό οφείλετο κυρίως στην ψυχοφυσιολογική προβολή του εκτελουμένου έργου μ' εκείθε μοιραία θυσία των καθαρά πνευματικών δεδομένων όταν υπήρχαν αυτά στο υπό ερμηνεία έργο. Οι οργασμοί της τραγικής του ψυχοσυνθέσεως δεν έβρισκαν ολοκαυτωματικήν ενσάρκωσι παρά σε ερμηνείες, όπου η πάση θυσία έκφρασις έφθανε στο υπέρτατο μέτρο εντάσεως και προβολής. Όπως στην μουσική σύνθεσι ο άκρατος ρωμαντισμός οδηγεί στον άκρατον εξπρεσσιονισμό, δόγμα κι αισθητική που δεν σημαίνουν άλλο τι από την απόλυτη κυριαρχία της εκφράσεως έναντι των άλλων στοιχείων της μουσικής συνθέσεως. Το βασικό τούτο γνώρισμα της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του Μητροπούλου εξηγεί και μας κάμνει αντιληπτό τον καταρτισμό των προγραμμάτων του μεγάλου αρχιμουσικού. Θα αναφέρω δυό πρόσφατα γεγονότα: την ερμηνεία της ΗΛΕΚΤΡΑΣ του Ριχάρδου Στράους στο περυσινό Φεστιβάλ του Σαλτζβούργου και την απόδοσι της Όπερας του Βέρντι, Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ, στη Όπερα της Βιένης. Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωσι μου έλεγε, πριν από λίγους μήνες, ο γνωστός Γερμανός συνθέτης και δάσκαλος Φόρτνερ ότι σπάνια είχεν ακουσθή η Ηλέκτρα του Στράους με τόση δύναμι εντάσεως κι εκφράσεως. Άλλη τόση ήταν η πρόσφατη ανάδειξις από τον Μητρόπουλο της Όπερας του Βέρντι. Τέτοιες επιβλητικές επιδόσεις αποτελούν είδος ασφαλούς  βαρομέτρου προς καταμέτρησι της τε ψυχοσυνθέσεως και της αισθητικής ροπής ενός αρχιμουσικού.

Σχετικά με την εξπρεσσιονιστικήν αισθητική της πάση θυσία εκφράσεως και του μοιραίου εκείθεν αισθησιακού μάλλον παρά πνευματικού αναγκαλισμού του ερμηνευομένου έργου ας μου επιτραπή να αναφέρω μια προσωπικήν ανάμνησι. Διηύθυνε κάποτε ο Μητρόπουλος το Πρελούδιο και τον Θάνατο της Ιζόλδης από το ομώνυμο μουσικόδραμα του Βάγνερ. Η ερμηνεία του, αρκετά ελευθεριάζουσα ως προς την καθιερωμένη μετρική του έργου, είχε συγκλονιστικήν επαφή με το κοινό μη εξαιρουμένου και του ομιλούντος. Μετά το τέλος της συναυλίας τον επεσκέφθην στο καμαρίνι για να τον συγχαρώ. Ρώτησε την γνώμη μου κι απήντησα: μ' ερέθισες αλλά δεν με συνεκίνησες. Για λίγα δευτερόλεπτα με κύτταζε με περίεργα μάτια. Είχα την διαίσθησι ότι μ' έκπληξι αντιμετώπιζε την αντιδιαστολή μεταξύ της αισθησιακής εξάρσεως και τους αισθήματος συγκινήσεως, της τελευταίας προερχομένης, ως γνωστό από το σύμπλεγμα της ιδέας-αισθήματος και προσλαμβανούσης συνεπώς, αναμφισβήτητο πνευματικό χαρακτήρα.

Άλλος σημαντικός παράγων στην διάπλασι της καλλιτεχνικής προσωπικότητος του Μητρόπουλου η έντονή του μυστικοπάθεια. Η μυστικοπάθεια, η προς τα υπερκόσμια ψυχική ανάτασις ενεκλώβιζαν τον Μητρόπουλο σε μια πνευματική και φυσική διαβίωσι μονήρη, ασκητική, εστερημένη χλιδής και χαράς. Εδώ προβάλλουν δυό πτυχές της ψυχοσυνθέσεως εκ διαμέτρου αντίθετες: ο πλουσιοπάροχος, ευτραφής αισθησιασμός αφ' ενός, η μυστικόπαθη απάρνησις, η ασκητική απογύμνωσις, αφ' ετέρου. Δυό αντίθετες τάσεις, που μπορούν άριστα να συγκρούωνται αλλά και να συνυπάρχουν, να συμβαδίζουν. Η ιστορία μας προσφέρει πολλά παραδείγματα. Αλλά για ένα καλλιτέχνη ολκής με συνειδητήν επίγνωσι των βασικών μοχλών της ψυχοσυνθέσεώς του, τίθεται το μέγα πρόβλημα του συγκερασμού των δυό αντιθέτων τάσεων, της συναρμολογήσεως σε μιαν ενιαία σύνθετη δομήν. Στο σημείο αυτό επεμβαίνει η διαδικασία της πνευματοποιήσεως. Ο υπερτροφικός αισθησιασμός κι ο εκ μυστικοπαθείας σκληρός ασκητισμός φθάνουν σε είδος αλληλοαπορροφήσεως, τηςμετουσιώσεως. Στην ανώτατη βαθμίδα μιας τέτοιας διαδικασίας βρίσκουμε, λ.χ., το μεγαλειώδες έργο του Μπαχ.

Συνηθέστερα, μολαταύτα, καθίσταται ανέφικτη η εναρμόνισις και ισορροπία σε τόσον υψηλά επίπεδα. Επικρατεί η μια ή η άλλη τάσις. Εμφανίζεται δε η συνέχεια του προβλήματος συγκερασμού του τιθεμένου στον καλλιτέχνη: να μην εξουδετερώση η μια τάσις την άλλη, να μην αποβή η μια στοιχείο παθητικό εν σχέσει με την άλλη. Στην συγκεκριμένη περίπτωσι του Μητροπούλου επενήργησε κατά τρόπον ολοκληρωτικό ο γνωστός νόμος της ψυχολογίας, ο νόμος του συμπληρωματικού, του αναπληρωματικού. Όσο δηλαδή γινόταν εντονώτερη η προς ασκητισμό κι απογύμνωσι τάσις τόσο πλουσιώτερη, αισθησιακά κι αισθηματικά υπέροχα προικισμένη αναδεικνυόταν η αντίθετη τάσις. Είτε εκ μοιραίας εξελισσομένης φοράς της ψυχοσυνθέσεως, είτε εξ εσκεμμένης βουλήσεως, είτε και εκ συζυγίας των δυό αυτών παραγόντων ο Μητρόπουλος, φερόμενος κι από την ρωμαντική του ορμή προς τον υπερτατισμό, προωθούσε την ερμηνευτική του προσωπικότητα μέχρι μνημειωδών διαστάσεων. Κατά την διάρκεια των μεγάλων του ερμηνειών είχε κανείς την εντύπωσι ότι η προσωπικότης αυτή διπλασιαζόταν, ότι εξαπέλυε τα μέγιστα επηυξημένες εκφραστικές δυνάμεις.

Η τέτοια ανάδειξις του Μητροπούλου ως ενός εκ των δοκιμότερων αρχιμουσικών της εποχής στα έργα εκείνα της μουσικής φιλολογίας τα συμπίπτοντα με την τόσο κατηγορηματική, αδρά διαγεγραμμένη προσωπικότητά του ήταν μοιραίο να έχη ως συνέπεια την σχετική του διάστασι με τα έργα της κλασικής μουσικής. Θα παραμερίσουμε σαν επιφανειακές παραδοξολογίες τα όσα επρέσβευε κι εκύρηττε περί Μπετόβεν, λ.χ., του οποίου η γρανιτικά στερεωμένη μορφική αρχιτεκτονική, η αυστηρά λογική στην θεματικήν ανάπτυξι, η πνευματική χαρά, η ηθική υγεία κι άλλα τινά πνευματικά προσόντα δύσκολα παραχωρούσαν βάσι, ορμητήριο για προσωπικές επεμβάσεις. Οι υπερτατικές συναισθηματικές ταραχές, οι ενδόμυχες καταλυτικές αγωνίες, οι εξπρεσσιονιστικές υπερβολές, όλα, τέλος, εκείνα τα αχαλίνωτα χαρακτηριστικά του εμπαθούς ρωμαντισμού αντιβαίνουν προς αυτό τούτο το αγέρωχον ύφος και ήθος του Μπετόβεν, των άλλων κορυφαίων κλασικών. Ο Μητρόπουλος, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, έφερε τα μειονεκτήμτα των αρετών του, οι δε άριστες του επιδόσεις σε μια κατεύθυνσι επέφεραν τέτοια ολοκληρωτική τελεσίδικη σχεδόν πόλωσι της προσωπικότητος προς την εν λόγω κατεύθυνσι ώστε η στροφή και πορεία προς ολότελα αντίθετη κατεύθυνσι γινόταν υπερανθρώπως δύσκολη κι απέδιδε καρπούς μέσης στάθμης.

Η ακάθεκτη βούλησις του Μητροπούλου να δίνη έντονη δική του προσωπική σφραγίδα στις ερμηνείες τον έφερεν, μοιραία, σε περιοδική σύγκρουσι με τους εν ζωή ευρισκομένους συνθέτες. Η αφοσίωσίς του στην σύγχρονη μουσική ήταν τέτοια ώστε επιζητούσε να την επιβάλη πάση θυσία. Σε πρόσφατο βιογραφικό σημείωμα διαβάζουμε την εξής περικοοπή: Φίλος του κινηματογράφου παρηκολούθη μίαν ταινίαν, η οποία, κατά την κρίσι του, ηδύνατο να είναι καλύτερη και άρχιζε να την αναλύη σκηνή προς σκηνή ωσάν να ήτο δυνατόν το έργον να ξαναπλασθή σύμφωνα με τας οδηγίας του. Ήθελε να βελτιώνη κάθε τι με το οποίον ήρχετο εις επαφή. Αυτή ήταν η κατάστασις που  τον έσπρωχνε να αναζητά την τελειότητα.

Είναι αξιέπαινη και θαυμαστή, δίχως αμφιβολία, η αναζήτησις της τελειότητος σε κάθε τι. Αλλ' η έννοια της τελειότητος όντας υποκειμενική υπόκειται στην ιδιοσυγκρασία, στις αισθητικές κι άλλες δοξασίες της κάθε προσωπικότητος. Μεταξύ της τελειότητος όπως την αντιλαμβάνεται ο συνθέτης μιας συμφωνίας και της τελειότητος όπως την αντιλαμβάνεται ο διευθύνων την συμφωνία αρχιμουσικός εμφανίζονται συχνά αγεφύρωτες αντιθέσεις, συγκρούσεις φιλικές ή βίαιες. Περιττό να τονισθή ότι τέτοιες συγκρούσεις μεταξύ συνθετών κι αρχιμουσικών αποτελούν συνηθέστατα φαινόμενα της μουσικής ζωής ούτε και περιορίζονται στην μόνη περίπτωσι του Μητροπούλου. Άπειρα, διασκεδαστικά τα σχετικά ανέκδοτα. Εμείς ως συνθέτες τασσόμεθα με την τακτική του Τοσκανίνι. Καθ' όλη του την μακρά σταδιοδρομία ο μεγάλος μαέστρος δεν κατώρθωσε ν' αποφύγη μια μόνο συνέντευξι με δημοσιογράφους. Τον ρώτησαν ποιο ήταν το μυστικό του ταλέντο, που του επέτρεπε να ερμηνεύη σε ίσην εντέλεια έργα όλων των εποχών, όλων των αισθητικών, να προσαρμόζεται τόσον απόλυτα στις ερμηνευτικές αξιώσεις μουσικής φιλολογίας τόσο ποικίλης, τόσον απέραντης. Η απάντησις ήταν απλή, σύντομη: Δεν έχω κανένα μυστικό. Το μόνο που κάμνω είναι να μη επεμβαίνω μεταξύ συνθέτη κι ακροατηρίου.

Δέον να ομολογηθή, καθώς άλλωστε προκύπτει από την σκιαγραφία που επιχειρούμε ότι όσον αφορά στην μοντέρνα μουσική ο επεμβατισμός του Μητροπούλου συχνά απέβαινε τα μέγιστα επωφελής για τα ερμηνευόμενα έργα λόγω ακριβώς της ασαφείας του μουσικού λόγου, των χαλαρών αρχιτεκτονικών και μορφολογικών πλαισίων, των συγκεχυμένων αισθητικών τάσεων και δοξασιών, άλλων πολλών ρευστών χαρακτηριστικών μεγάλου μέρους της λεγομένης μοντέρνας μουσικής. Ήταν φυσικό κι ευεργετικό, σαν το υπό ερμηνεία έργο δεν είχε σαφώς χαραγμένην υπόστασι και πρόθεσι, να επεμβαίνη η αδρά πρόθεσις του Μητροπούλου και να δίνη σκελετό, σάρκα και οστά σε άναρθρα ή χαλαρά εναρθρωμένα έργα. Πάμπολλοι σύγχρονοι μουσουργοί, ιδία των πρωτοπορειακών λεγομένων τάσεων, του οφείλουν χάριτες πολλές για την έστω και πρόσκαιρην επιβολή συνθέσεων, που άλλως θα εκινδύνευαν να παρεξηγηθούν ή να αποτύχουν ολότελα. Δίκαια κι άξια, επομένως, η Διευθνής Εταιρία Σύγχρονης Μουσικής του απένειμε το μετάλλιο των καλυτέρων ερμηνειών.

Η Σταδιοδρομία των πάσης φύσεως ερμηνευτών, αρχιμουσικών, δεξιοτεχνών εκτελεστών, ανελίσσεται, στην εποχή μας, έκλαμπρη, φορτωμένη δάφνες και θριάμβους, ηθικές ικανοποιήσεις και υλικές απολαύσεις. Διασχίζουν το μουσικό στερέωμα σαν απαστράπτοντες κομήτες. Αλλά κρυφός πόνος υποβόσκει στην ψυχή και τα πνεύμα των ερμηνευτών, εκείνων, τουλάχιστο, που τυχαίνει να είναι κάπως φιλοσοφημένοι, ο κρυφός πόνος του εφημέρου, του προσκαίρου των πεπραγμένων, της μη επιβιώσεως. Το αίσθημα της αιωνιότητος, της υστεροφημίας, βρίσκεται πάντα βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχή ακόμα και υπό τις σημερινές καταθλιπτικές συνθήκες, που περιοδικά εμφανίζουν μια ζωντανήν αύριον αρκετά προβληματική. Κι οι εκλαμπρότεροι των ερμηνευτών διαβλέπουν έντρομοι το μέγα, αχανές κενό μετά την έξοδό τους. Ολίγοι δίσκοι γραμμοφώνου μπορούν ίσως να περισώσουν το περίγραμμα της ερμηνευτικής των προσωπικότητος. Καλλιτεχνικά μνημόσυνα, όπως το σημερινό της Ακαδημίας Αθηνών, αποσκοπούν στην κατά το δυνατό διακώνισι της μνήμης μεγάλων καλλιτεχνών όπως αναμφίβολα ήταν και ο Δημήτρης Μητρόπουλος.

* Δήλωση του Πέτρου Πετρίδη σε συντάκτη της εφ. Τα Νέα, 13.12.1960: «Τούτο μόνο έχω να απαντήσω στους χαρακτηρισμούς της εφημερίδος σας περί "σκανδάλου πρώτου μεγέθους" εξ αφορμής του λόγου μου για τον Μητρόπουλο: Παρουσίασα τον Μητρόπουλο στις πραγματικές του διαστάσεις. Πέραν αυτού δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω και σε κανένα άλλο σχόλιο πρόκειται να προβώ».

Κείμενα - Υπεύθυνος ύλης: Απόστολος Κώστιος,
Κατασκευή, επιμέλεια: Τάσος Κολυδάς,
Επιμέλεια: Κώστας Κοτόκος