Απ. Κώστιος, Η μουσική του Δ. Μητρόπουλου για τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη
Την μουσική για τον Ιππόλυτο (6.6.1937) του Ευριπίδη συνέθεσε ο Μητρόπουλος ύστερα από παραγγελία του Εθνικού (τότε Βασιλικού) θεάτρου, για την παράσταση που ανέβηκε στο Ηρώδειο (5.7.1937) με σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη και μουσική διεύθυνση του Γεωργίου Λυκούδη. Οι κριτικοί της εποχής, στην πλειοψηφία τους, ακύρωσαν και την δεύτερη αυτή προσπάθειά του ––είχε προηγηθεί η μουσική του για την Ηλέκτρα του Σοφοκλή: Ο Γ. Πράτσικας (εφ. Τύπος, 6.7.1937) βρήκε πως «γίνεται κατάχρησις πνευστών και τυμπάνων» και πως «η έμπνευσις είναι συχνά άνισος»· ο Χ.Ε.Α. (εφ. Εστία, 6.7.1937) προτιμούσε την μουσική του Χαίντελ, «τελείως εναρμονιζομένην προς το πνεύμα του αρχαίου δράματος»· η Σοφία Κ. Σπανούδη παρατηρεί ότι ο Δ.Μ. «φαίνεται ακόμη πως κάνει παραχωρήσεις στον απολυτισμό της ρυθμικής κυριαρχίας για να σχηματίση [...] μια κάποια μουσική ατμόσφαιρα, [η οποία] όμως συναποτελείται από τα πλέον ετερογενή στοιχεία» (εφ. Αθηναϊκά Νέα, 7.7.1937)· ο Χρ. Εκ. Αγγελομάτης αποφάνθηκε ότι «αδίκησαν την παράσταση ο χορός [...] και η εξωφρενική μουσική του κ. Μητροπούλου [...]», και θυμίζει στον μαέστρο που τόλμησε να γράψει μουσική «ότι άλλο η διεύθυνσις και άλλο η σύνθεσις», ενώ ο «ειδικός συνεργάτης» του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα (10.7.1937) έκρινε ότι «απουσίαζε ολότελα το δημιουργικό πλαστικό μουσικό στοιχείο», το οποίο «αντικαθιστούσε μια εξωτερική ωραιόπαθη γνώση των σχολών της μουσικής ιστορίας δια μέσου των αιώνων, και η ευχέρεια της χρήσεως των ηχητικών τεμπρ (σ.σ. γαλλ. timbres) των οργάνων της συμφωνικής ορχήστρας», και προσέθετε πως και αυτή η χρήση γινόταν «με αυθάδικη [...] ξεγνοιασιά, απάνω στο ρόλο που παίζει ο Λόγος στο θέατρο, και ειδικώτερα, στην αρχαία τραγωδία. [...]. Όμως, ο κ. Μητρόπουλος», κατέληγε ο κριτικός, «έχει δοσμένο τον εαυτό του στην ορχήστρα [...]. Στο θέατρο έδωσε εκείνο τον "εαυτό" που δεν έχει: τον Συνθέτη. Φυσικά μας είναι δύσκολο να ζητωκραυγάσουμε και γι’ αυτό».
Βέβαια, οι πρωτοπόροι της Τέχνης κατακρίνονται κατά κανόνα γι’ αυτό, ακριβώς, που θα έπρεπε να επαινεθούν· στην περίπτωσή του ο Μητρόπουλος:
* κατακρίθηκε διότι δεν ακολούθησε μια ήδη διαμορφωμένη ευρωπαϊκή παράδοση που συνέδεε την “κλασική” μουσική με την “κλασική” αρχαιότητα κάνοντας άνιση –έναντι των εγχόρδων– χρήση των πνευστών και των κρουστών οργάνων·
* κατακρίθηκε για αυθάδικη ξεγνοιασιά σε ό,τι αφορά το μεγάλο θέμα της σχέσης μουσικής και λόγου στην αρχαιοελληνική τραγωδία·
* κατακρίθηκε για την γνώση που είχε της διαχρονικής εξέλιξης της μουσικής από την αρχαιότητα ως τις μέρες του, ώστε να είναι σε θέση να αποδίδει την “ατμόσφαιρα” της τραγωδίας συναρμόζοντας τα πλέον “ετερογενή στοιχεία”. Κατέκριναν, λοιπόν, οι περισσότεροι των κριτικών τον Δημήτρη Μητρόπουλο παραμένοντας προσκολλημένοι στα απολιθωμένα πρότυπα της αρχαιολατρίας ή και ξενολατρίας επειδή ο ιδιοφυής συνθέτης τόλμησε να πραγματοποιήσει ένα άλμα “υπέρ τα εσκαμμένα”:
* αντί να τον επαινέσουν που εγκατέλειψε την στείρα προσπάθεια μιας δήθεν αναβίωσης της χαμένης παράδοσης·
* αντί να τον επαινέσουν για την επίμονη επιδίωξη μιας άλλης λύσης από εκείνη της πρώτης απόπειράς του στην μουσική της Ηλεκτρας, λύση που τον οδήγησε στην αντικατάσταση της ομαδικής απαγγελίας του Sprechchor με το δημιουργικό τραγούδισμα των χορικών·
* αντί να τον επαινέσουν για την ανάδειξη του ρυθμικού στοιχείου χάρις στην οποία ξαναγεννήθηκε η τρισυπόστατη οντότητα (Λόγος, Μουσική, Χορός) του αρχαιοελληνικού μέλους·
* αντί να τον επαινέσουν που, πρώτος αυτός στον χώρο της μουσικής δημιουργίας, όχι μόνον πραγμάτωσε την παπαρρηγοπουλική ιδέα της διαχρονικότητας του ελληνισμού, αλλά έδειξε και την συγχρονικότητα των ελληνικών μουσικών πολιτισμών χάρις στην τολμηρή και πρωτόφαντη σύζευξη αρχαϊκών μουσικών στοιχείων, με στοιχεία της δημοτικής, της βυζαντινής, της λαϊκής και της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής·
* αντί να τον επαινέσουν για τα εξαγγελτικά μοτίβα με την σημειολογική τους λειτουργία, για την βυζαντινή μονοφωνία των χορικών, για την σημασία που έδωσε στην ποσοτική προσωδία των συλλαβών, ώστε να μην υποτάσσεται ο Λόγος στην τυραννία των ρυθμών, για τις συγκλονιστικές μουσικές σελίδες που πρόσφερε, ανάμεσά τους το φουγκάτο των ξύλινων οργάνων στην αρχή του δράματος κατά την είσοδο του χορού, το σόλο φλάουτο με το πεντάλ των άλλων οργάνων, τα μοτίβα του θανάτου της Φαίδρας, το πένθιμο εμβατήριο της τελικής σκηνής κ.ά.
* αντί να τον επαινέσουν γιατί έδειξε τον δρόμο που θα ακολουθούσαν δεκάδες χρόνια μετά απ’ αυτόν οι Έλληνες συνθέτες, γιατί, καθώς έγραφε ο Αλέξης Μινωτής στην εφ. Ελευθερία, τέσσερις μέρες μετά τον θάνατο του συνθέτη: «Ο χορός και το τραγούδι ξαναβρήκε την ελληνικότητά του, κι αυτό χωρίς τον Μητρόπουλο δεν μπορώ να το φανταστώ πώς θα μπορούσε να’ χει γίνει τόσον εγκαίρως».
Σε γράμμα της προς την Καίτη Κατσογιάννη με ημερομηνία 1.4.1967, η βιολονίστα Νέλλη Ευελπίδη, φίλη του Νίκου Σκαλκώτα και του Μητρόπουλου, έγραφε: «Θυμάμαι είχε έλθει [ο Μητρόπουλος] ένα βράδυ στην Κηφισσιά (σ.σ. όπου το σπίτι της φίλης του Δ.Μ., Καίτης Κατσογιάννη) να φάμε μαζί και μας είπε τότε πως δεν αντέχει πια και θα ξενιτευτεί. Ήταν τότε που οι μουσικοκριτικοί (;) μας του επεφύλαξαν τόσο κακή μεταχείριση στη μουσική της Ηλέκτρας...», τόσο κακή όσο και εκείνη που είχαν επιφυλάξει μερικά χρόνια πριν και για τον Νίκο Σκαλκώτα· ο Μητρόπουλος σιώπησε (μετά την μουσική για τον Ιππόλυτο δεν συνέθεσε τίποτε), ο Σκαλκώτας συνέχισε να συνθέτει «εν σιωπή»!