Νικηφόρος Νανέρης, (απόσπασμα από το βιβλίο Πριν τα σβήσει ο χρόνος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.), σ. 255-260

Ήταν (σ.σ. ο Σάμουελ Μπάρμπερ) μανιώδης βιβλιοφάγος και θαύμαζε την ελληνική μυθολογία και τους αρχαίους μας συγγραφείς. Τον ευχαριστούσε να μου μιλάει με πάθος για τις τραγωδίες και τους χαρακτήρες, και γενικότερα για κάθε μεταγενέστερο Έλληνα δημιουργό, όπως τον Ροΐδη, τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη, την Κάλλας, την Μπαχάουερ, την Παξινού και φυσικά τον Δημήτρη Μητρόπουλο, που του είχε ιδιαίτερη αγάπη, εκτίμηση και θαυμασμό. Αυτός ο θαυμασμός ήταν αμοιβαίος, μια και ο Μητρόπουλος διηύθυνε έργα του Σαμ, όπως και την παγκόσμια παρουσίαση της όπεράς του “Βανέσσα” στη “Μετροπόλιταν Όπερα” και τη μοναδική ηχογράφησή της που υπάρχει σε δίσκους.

Όταν μια μέρα του ανακοίνωσα πως με είχε καλέσει ο Μητρόπουλος για να παρακολουθήσω στο θέατρο της “Μετροπόλιταν” την όπερα “Μαντάμ Μπάτερφλαϊ” που διηύθυνε ο ίδιος, έκανε σαν μικρό παιδί από χαρά και υπερηφάνεια, λες και είχε καλέσει εκείνον. Συγχρόνως όμως με πείραζε με τη γνωστή του ειρωνεία και ζήλια.

Είχα ακούσει τόσα πολλά για τη ζωή και την αξία αυτού του σπουδαίου ανθρώπου και μαέστρου, όχι μόνο από τον Σαμ και τον Τόμυ, (σ.σ. Τόμας Σίππερς) αλλά και από τη Νινίτσα (σ.σ. Αθηνά Σπανούδη). Η μητέρα της ήταν η Σοφία Σπανούδη, μια αυστηρή και σημαντική μουσικοκριτικός, που του είχε συμπαρασταθεί και τον είχε βοηθήσει ουσιαστικά στα πρώτα του βήματα, όπως και την Κάλλας.

Η Νινίτσα μου είχε δείξει μάλιστα κι ένα γράμμα του ίδιου του Μητρόπουλου που είχε στείλει στη μητέρα της και έλεγε: «Αγαπητή μου Σοφία, σου χρωστάω την αιώνια ευγνωμοσύνη μου, γιατί εσύ πίστεψες σε μένα την εποχή που οι συμπατριώτες μου νόμιζαν πως ήμουνα μια ανυπαρξία».

Δυστυχώς, από τότε επικρατούσε η ρήση: «Η Ελλάδα τρώει τα ίδια της τα παιδιά» και ακόμα ίσχυε αυτό που είχε πει ο Νίτσε: «Όσο πιο ψηλά πετάς, τόσο πιο μικρός φαίνεσαι σ’ εκείνους που δεν μπορούν να πετάξουν». Ο Μητρόπουλος και η Κάλλας, αυτοί οι ανεπανάληπτοι άνθρωποι της μουσικής, φαίνεται πως μόλις έδειξαν την ξεχωριστή αξία τους, άρχισαν να αντιμετωπίζουν μίσος, ανταγωνισμό και να δέχονται τις γνωστές μικρότητες και μικροψυχίες του λαού μας. Στο τέλος αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και αφού πάλεψαν μεταξύ μεγάλων αξιών –όχι χρυσών μετριοτήτων όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα–, τελικά κατάφεραν να θριαμβεύσουν και να γραφτεί το όνομά τους στο Πάνθεον των ιερών τεράτων της μουσικής του αιώνα μας.

Από τη στιγμή που βρισκόμουν μ’ όλους αυτούς τους καταξιωμένους ανθρώπους της μουσικής, που τύχαινε να είναι και φίλοι του Μητρόπουλου, ήλπιζα πάντα και περίμενα με μεγάλη λαχτάρα μια μέρα να τον συναντήσω· η επιθυμία μου δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Μετά από λίγους μήνες αφότου έφτασα στη Νέα Υόρκη, ένα βράδυ βρισκόμουν στο σπίτι του Τόμας Σίππερς, όπου χτύπησε το τηλέφωνο και να σου ο Μητρόπουλος! Ο Τόμυ του είπε ότι ήμουν εκεί και εκείνος ζήτησε να μου μιλήσει.

Πρώτη φορά στη ζωή μου μαγεύτηκα από τον ήχο μιας φωνής. Η χροιά, η καθαρή του άρθρωση και ο ευγενικός τρόπος του μ’ έκαναν να νιώσω πως μιλούσα μ’ έναν ιεροκήρυκα ή μύστη κάποιας θρησκείας.

Μου είπε πως είχε ακούσει για μένα πολύ κολακευτικά λόγια από τη φίλη του στην Ελλάδα Καίτη Κατσογιάννη, η οποία του είχε γράψει με λεπτομέρειες για την παρουσίαση του “Μέντιουμ” στην Αθήνα. Μου πρότεινε αν ήθελα να πάω μετά από λίγες μέρες να τον συναντήσω και να παρακολουθήσω τη “Μαντάμ Μπάτερφλαϊ” που θα διηύθυνε. Θα άφηνε στο όνομά μου μια πρόσκληση στα παρασκήνια του θεάτρου. Φυσικά ενθουσιάστηκα και δέχθηκα την πρότασή του με μεγάλη χαρά.

Όταν έφτασε αυτή η πολυπόθητη μέρα και βρέθηκα στο θέατρο της “Μετροπόλιταν Όπερα”, μόλις άνοιξα την πόρτα των παρασκηνίων, έμεινα έκπληκτος. Αντίκρισα τον ίδιο τον Μητρόπουλο να με περιμένει σε μια γωνιά του διαδρόμου ντυμένος με το μαύρο κοστούμι του μαέστρου, έτοιμος για την παράσταση. Του συστήθηκα και εκείνος με πολλή ευγένεια μου έδωσε την πρόσκληση, λέγοντάς μου: «Εάν θέλετε ελάτε μετά το τέλος της παράστασης στο καμαρίνι μου, θα σας περιμένω».

Η συμπεριφορά και η επιβλητική του εμφάνιση με εντυπωσίασαν πολύ και σε όλη τη διάρκεια της παράστασης προσπαθούσα να βλέπω μόνο τον Μητρόπουλο και όχι την τόσο τουριστική, αλλά εντυπωσιακή, παράσταση της “Μπάτερφλαϊ”. Μου είχε δώσει μια θέση στο πλάι, στις πρώτες σειρές, και έτσι είχα την ευκαιρία να τον βλέπω από κοντά και να παρακολουθώ την κάθε του έκφραση και κίνηση. Ο τρόπος που διηύθυνε ήταν συγκλονιστικός, πότε γαλήνιος και πότε θυελλώδης. Σου έδινε την εντύπωση πως απογειωνόταν και η αυτοσυγκέντρωσή του δημιουργούσε μιαν ατμόσφαιρα, λες και προσπαθούσε να καλέσει κάποια πνεύματα ή επικοινωνούσε με άλλες αόρατες δυνάμεις. Έκλεινε συχνά τα μάτια του και στο πρόσωπό του διαγραφόταν μια έκφραση θλίψης και οδύνης. Τα χέρια του έμοιαζαν με δύο τεράστιες φτερούγες και είχαν τη μεγαλοπρέπεια ενός αετού, σαν να αγκάλιαζαν όλο το χώρο της ορχήστρας. Οι παλάμες με τα μακριά εκφραστικά του δάχτυλα και τις αδρές, κοφτές κινήσεις του μετέδιδαν ρίγος και συγκίνηση και σε έκαναν να ζεις τη δράση της όπερας μέσα απ’ αυτά.

Με είχε τόσο συνεπάρει, που στο πρώτο διάλειμμα ούτε που μετακινήθηκα από τη θέση μου. Είχα πραγματικά μαγευτεί και η εμπειρία εκείνη ήταν μοναδική.

Στο τέλος της παράστασης, ώσπου να βρω το δρόμο για να πάω στα καμαρίνια, καθυστέρησα τόσο, που ήταν ήδη έτοιμος, ντυμένος μ’ ένα μαύρο μακρύ παλτό και με περίμενε. Έριξε γύρω απ’ το λαιμό του ένα μεγάλο κασκόλ, έβαλε το καπέλο του, πήρε τη μαύρη τσάντα και φύγαμε. Του ζήτησα να κρατάω εγώ την τσάντα του και χάρηκα που μου την έδωσε.

Όταν βρεθήκαμε στο δρόμο, οι θεατές είχαν δημιουργήσει μιαν ατέλειωτη σειρά στην είσοδο των παρασκηνίων και του ζητούσαν αυτόγραφα. Αυτός μ’ ένα ευγενικό σοβαρό χαμόγελο τους έλεγε ένα “ευχαριστώ” και τους προσπερνούσε. Έξω από το θέατρο δεν τον περίμενε κανένας σοφέρ και καμιά λιμουζίνα. Μου ζήτησε συγνώμη που δεν μπορούσε να πάμε κάπου να καθίσουμε για λίγο, γιατί ένιωθε πολύ κουρασμένος. Μου είπε όμως πως θα του έδινε μεγάλη χαρά, αν ήθελα να περπατήσω μαζί του μέχρι το ξενοδοχείο. Έμενε εκεί πολλά χρόνια, σ’ ένα απλό δωμάτιο, απ’ ό,τι είχα ακούσει.

Θα μου μείνει αξέχαστη η διαδρομή των δέκα τετραγώνων που έπρεπε να διανύσουμε μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο του, παρόλο που ο παγωμένος χειμώνας της Νέας Υόρκης με είχε πιρουνιάσει. Άρχισε με την τυπική ερώτηση αν μου άρεσε η παράσταση της “Μπάτερφλαϊ” κι όταν του είπα ότι δεν την πολυείδα γιατί παρακολουθούσα μόνον εκείνον, μου απάντησε με ένα συγκαταβατικό και ευγενικό χαμόγελο:

«Δεν έχετε άδικο, γιατί σπανίζουν πλέον οι παραστάσεις στη “Μετροπόλιταν” που να έχουν μια υψηλή ποιότητα. Έπαψαν προ πολλού να αντιπροσωπεύουν καθαρά το έργο ενός συνθέτη. Συνήθως εξυπηρετούν τα γούστα των τουριστών και των πλουσίων Αμερικανών, που σαν πρότυπο της όπερας έχουν τις εντυπωσιακές χολλυγουντιανές παραγωγές. Θα ’πρεπε όμως να δώσετε περισσότερη προσοχή στην Αντονέττα Στέλλα, που αν και είναι πια μεγάλη κυρία, εξακολουθεί να είναι μια σπουδαία μουσικός και καλλιτέχνης».

Όσο μου μιλούσε, τον παρακολουθούσα κι αισθανόμουν σαν να είχα δίπλα μου ένα μαγνήτη που με τραβούσε προς αυτόν, αν και η όλη εμφάνισή του δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Κάθε άλλο. Πολύ αδύνατος και ψηλός, μ’ ένα οστεώδες στεγνό πρόσωπο, με βαθιές έντονες ρυτίδες και βαθουλωτά κουρασμένα μεγάλα μάτια. Ωστόσο, σε γοήτευε μ’ εκείνη την εκπληκτική φωνή και τον τρόπο που μιλούσε. Είχε μια τόσο ισχυρή, σχεδόν ιερατική, παρουσία, που σε καθήλωνε. Η σιγουριά και η ηρεμία όταν μιλούσε, πότε με έκδηλο πάθος και συγκίνηση και πότε με αγανάκτηση και οργή, ήταν στοιχεία που δεν είχα ξανασυναντήσει.

Όλη αυτή η διαδρομή προς το ξενοδοχείο του έγινε πολύ αργά και με συχνά σταματήματα, κάθε φορά που ήθελε να μου τονίσει ορισμένα πράγματα. Μου επανέλαβε τα κολακευτικά λόγια που του είχε γράψει για μένα η φίλη του Κατσογιάννη και προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω πόσο τυχερό πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου που βρίσκομαι υπό την προστασία αυτών των σπουδαίων ανθρώπων, του Μενότττι, του Μπάρμπερ και του Σίππερς. Τους εκτιμούσε και τους θαύμαζε, πράγμα που φάνηκε από τον τρόπο που μου μίλησε για εκείνους.

Μου έδωσε ακόμα την εντύπωση πως ήταν πολύ πικραμένος από τους Έλληνες και κάθε τόσο μου τόνιζε πως το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να παίρνουν και να μην προσφέρουν ποτέ τίποτα. Μου έλεγε πως προσπαθούσε να αποφύγει κάθε Έλληνα που εμφανιζόταν στην Αμερική, γιατί καταλάβαινε πως τον πλησίαζαν από συμφέρον ζητώντας του κάποια βοήθεια, που πάντα την προσέφερε, αλλά στο τέλος ανακάλυπτε πόσο μικρόψυχοι και αγνώμονες ήταν. Εμένα θέλησε να με συναντήσει, γιατί είχα φίλους ανθρώπους που γνώριζε πολύ καλά και ήταν σίγουρος πως δε θα επιδίωκα τίποτα απ’ τον ίδιο.

Έδειχνε μια μεγάλη απογοήτευση και θλίψη για την αρνητική και εγωκεντρική τάση των Ελλήνων γενικότερα και ενώ κατά βάθος είχε μια νοσταλγία και αγάπη για την Ελλάδα σε σημείο που σε συγκινούσε, συγχρόνως εκφραζόταν με έντονη πίκρα γι’ αυτούς. Για τους μόνους που μου μίλησε με εκτίμηση και τρυφεράδα ήταν η φίλη του Κατσογιάννη και η Κατίνα Παξινού, που αργότερα πληροφορήθηκα πως ήταν και η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει στη ζωή του και μάλιστα είχε μια έντονη ερωτική σχέση μαζί της. Από στενό οικογενειακό κύκλο της Παξινού είχα μάθει πως εκείνη είχε μείνει και έγκυος μαζί του. Το παιδί δε γεννήθηκε ποτέ και η Παξινού συνήθιζε να λέει: «Φαντάσου τι ιδιοφυία θα έβγαινε αυτό το παιδί, προερχόμενο από τον Δημήτρη και μένα!»

Σ’ όλη τη διαδρομή με συμβούλευε και μου τόνιζε συνέχεια πόσο απλός και σεμνός πρέπει να είναι ο κάθε άνθρωπος, όποια κι αν είναι η αξία του πως θα πρέπει να δοξάζουμε το Θεό που γεννηθήκαμε άνθρωποι κι όχι ζώα. Ο ίδιος πίστευε ότι με το ρυθμό ανάπτυξης της τεχνολογίας οι άνθρωποι χάνουν την ευαισθησία τους και, όσο περνάει ο καιρός, πλησιάζουν όλο και περισσότερο την αγριότητα και τη σκληράδα της ζούγκλας. Μου είπε ακόμα πόσο λυπόταν να βλέπει την εύκολη εμπορευματοποίηση της μουσικής και τον ευτελή και ταπεινωτικό δρόμο που ακολουθεί η τέχνη γενικότερα.

Όταν πια φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο και με καληνύχτισε, ένιωσα μια θλίψη που τέλειωνε αυτή η συνάντηση. Γύρισε και μου είπε:

«Σας εύχομαι καλές σπουδές. Προσέξτε όμως, γιατί φαίνεσθε αγνός και είστε ακόμα πολύ νέος. Ελπίζω να σας ξαναδώ».

Δυστυχώς, μετά από μερικούς μήνες, το φθινόπωρο του 1960, διάβασα στις εφημερίδες πως πέθανε πάνω στο πόντιουμ, καθώς έκανε πρόβα με την ορχήστρα της “Σκάλα” του Μιλάνου.

Μετά από εκείνη τη μοναδική, δυστυχώς, συνάντησή μου με τον Μητρόπουλο, ο Σαμ ήθελε συχνά να του περιγράφω την έντονη εντύπωση που μου προκάλεσε αυτός ο σχεδόν άγιος και μοναχικός άνθρωπος. Απορούσε πως ο Μητρόπουλος δε μου ανέφερε πόσο συχνά τον πίεζε για να συνθέσει μια όπερα με θέμα την αρχαία τραγωδία.

[Ευχαριστούμε την Διεύθυνση των ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. για την ευγενική παραχώρηση ανάρτησης]

Κείμενα - Υπεύθυνος ύλης: Απόστολος Κώστιος,
Κατασκευή, επιμέλεια: Τάσος Κολυδάς,
Επιμέλεια: Κώστας Κοτόκος