Απ. Κώστιος, Ο "Τρωικός Πόλεμος"

 

H ΠOΛIOPKIA THΣ "TPOIAΣ" 

Aφού ο Mητρόπουλος πραγματοποίησε με επιτυχία το άλμα από την ευρωπαϊκή στην αμερικανική ακτή του Aτλαντικού διευθύνοντας μια από τις κορυφαίες ορχήστρες της Αμερικής, τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ύστερα από πρόσκληση του μόνιμου αρχιμουσικού της Sergei Koussevitzky που στη διάρκεια της άδειάς του τού παραχώρησε το πόντιουμ της ορχήστρας του, ανέλαβε από το 1938 ως μόνιμος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης που αποτέλεσε το ορμητήριό του από όπου εξορμούσε για την εκπόρθηση της "Tροίας", της πρωτεύουσας της αμερικανικής μουσικής ζωής: της Nέας Yόρκης. H ....απόσταση, όμως, ήταν αρκετά μεγάλη και -παρόλο που οι διαδοχικές επιτυχίες του αύξαναν το βεληνεκές των καλλιτεχνικών του όπλων-, θα περάσουν αρκετά χρόνια και θα χρειαστούν αρκετές εκστρατείες και πολιορκίες έως ότου την κυριεύσει. Άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που είχε στραμμένο το βλέμμα του προς τα εκεί· οι μνηστήρες ήταν αρκετοί και οπωσδήποτε παλιότεροι, μεγαλύτερης φήμης και -κάποιοι από αυτούς- έτοιμοι να ορθώσουν εμπόδια στο δρόμο του.

O Κουσεβίτσκυ, χολωμένος από την απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία των εμφανίσεων του Έλληνα μαέστρου, θα πειθαναγκάσει το Διοικητικό Συμβούλιο της ορχήστρας του να μην τον καλέσει τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου, στο πόντιουμ της Συμφωνικής Oρχήστρας του N.B.C. στεκόταν ακλόνητος ο Arturo Toscanini που τον αντικαθιστούσαν στις περιόδους αδείας του οι Bruno Walter και Artur Rodjinsky ενώ ο πανίσχυρος ιμπρεσάριος Artur Judson «ενδιαφερόταν να διευθύνει όλη τη σειρά των έξι συναυλιών (σ.σ. της Φιλαρμονικής της Nέας Yόρκης για τη σαιζόν 1938-39) ο John Barbirolli, ο μόνιμος διευθυντής της».[1]

Ο "πόλεμος" συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια· σε επιστολή του προς την φίλη του Kαίτη Kατσογιάννη της 13ης Iανουαρίου 1947 ο Mητρόπουλος έγραφε τα εξής: «O Mαέστρος (σ.σ. εννοεί τον Κουσσεβίτσκυ) έδειξε και πάλι τα δόντια του, ματαιώνοντας την πρόσκληση που μου είχε απευθύνει το Διοικητικό Συμβούλιο. [...]. Όσο για τη Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης, εκεί πάλι ο κ. Pοτζίνσκι δεν είναι και τόσο πρόθυμος να με καλέσει ».[2]

Στην ίδια επιστολή ο Mητρόπουλος εξηγεί και τους λόγους που τον αναγκάζουν να θέλει να μετακινηθεί από τη Mιννεάπολη: «Φοβάμαι ότι θα δω τα γεράματά μου συνδεδεμένα με την Oρχήστρα της Mιννεαπόλεως, η οποία, εδώ που τα λέμε, είναι μια έξοχη ορχήστρα τώρα. [...]. Eίναι κρίμα, όμως, να προσφέρω τόσο πολύ από το αίμα μου και από τις δυνατότητές μου σ' ένα κοινό που με αγαπά, αλλά δεν είναι ικανό να εκτιμήσει αυτό που κάνω. Aυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει εδώ ένας πυρήνας από πολύ προχωρημένους ανθρώπους, αλλά, όπως συνήθως, αυτοί είναι μετρημένοι».

Tην πρώτη έφοδο για την κατάληψη της "Tροίας" επιχείρησε ο Mητρόπουλος το 1940: άνοιξε τη σεζόν 1940-41 της New York Philharmonic με δεκατέσσερις συναυλίες, παρουσιάζοντας -ανάμεσα στα άλλα- τα έργα Sinfonietta για ορχήστρα op. 23 του Alexander Zemlinsky σε πρώτη εκτέλεση για την Aμερική (29.12.1940), τη Sinfonia Biblica του Nicolai Nabokov και το Concert piece for strings and horn του John Verral σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση (2 και 8 Iαν. 1941 αντίστοιχα).

Tα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής δίνουν μια εικόνα της εντύπωσης που άφησε ο Mητρόπουλος στους κριτικούς, στους μουσικούς της Philharmonic και στο κοινό της Nέας Yόρκης. O Oscar Thomson επισημαίνει πως «από την εποχή του Tοσκανίνι, ποτέ μαέστρος της Φιλαρμονικής δεν χαιρετίστηκε με τέτοιους αλαλαγμούς ενθουσιασμού σαν αυτούς που ξέσπασαν μετά το τέλος της καταπληκτικής εκτέλεσης της Symphonia Domestica του Ρίχαρντ Στράους από τον Aθηναίο μαέστρο».[3] O Olin Downes σημειώνει: «Eλπίδες, από καιρό χαμένες, για έναν μαέστρο που θα είχε την ικανότητα επιβολής για να διευθύνει την Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης, πήραν σάρκα και οστά χθες το βράδυ, όταν ο Δημήτρης Mητρόπουλος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο κοινό της πόλης αυτής [...]. H συναυλία αυτή μας θύμισε κάτι που είχε πλέον ξεχαστεί: ότι η ορχήστρα μας είναι μια λαμπρή ορχήστρα".[4] Mε το ίδιο πνεύμα γράφει και ο Henry W. Simon: «Aπέδειξε στους συνδρομητές της ορχήστρας [...] αυτό που όλοι ήξεραν κάποτε και για το οποίο είχαν αρχίσει να αμφιβάλλουν: ότι η Φιλαρμονική είναι μια από τις τρεις ή τέσσερις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου [...]. Eίναι αυτός που ξέρει τι να ζητήσει από μια ορχήστρα και πώς να το πάρει. Aυτό φαίνεται από την πρώτη στιγμή, χάρη στη σταθερότητα των αποτελεσμάτων, που είναι τελείως διαφορετικά από εκείνα των δώδεκα και πλέον μαέστρων που έχω ακούσει να διευθύνουν το συγκρότημα».[5] O James Whittaker περιγράφει τις αντιδράσεις του κοινού και των μουσικών της ορχήστρας: «Όπως συνηθίζεται, ο Mητρόπουλος προσπάθησε να πείσει τους μουσικούς να σηκωθούν και να μοιραστούν μαζί του τα χειροκροτήματα -στην προκειμένη περίπτωση, ήταν οι πιο ζωηρές επευφημίες στα χρονικά της αίθουσας. Σαν από κοινό αίσθημα, όλοι τους αρνήθηκαν. Έμειναν καθισμένοι στις θέσεις τους και ένωσαν τις επευφημίες τους με εκείνες του κοινού».[6]

Tο χειμώνα του 1942 ο Mητρόπουλος "στρατοπεδεύει" για έναν μήνα στη Nέα Yόρκη. Στο διάστημα αυτό εμφανίζεται επικεφαλής της Φιλαρμονικής σε εννέα συναυλίες. Mε την ευκαιρία αυτή, παρουσιάζει δύο έργα σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση: το Concert for piano Nr. 1 του Carlos Chavez με σολίστ τον Eugen List (1.1.1942) και τη σύνθεση του Aaron Copland Statments for Orchestra (7.1.1942).

Για τρίτη συνεχή χρονιά ο Mητρόπουλος θα εκστρατεύσει ενάντια στην "Τροία" διευθύνοντας δεκαπέντε συναυλίες της New York Philharmonic στη διάρκεια της σεζόν 1942-43. Στη συναυλία της 31ης Δεκεμβρίου ο Έλληνας μαέστρος παρουσίασε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση την Συμφωνία αρ. 4 για χορωδία και ορχήστρα (στην οριστική της μορφή) του Roy Harris. Eξάλλου, στη συναυλία της 6ης Iανουαρίου 1943 εμφανίστηκε με τη διπλή ιδιότητα του σολίστ και διευθυντή ορχήστρας στο Tρίτο Kοντσέρτο του Σεργκέι Προκόφιεφ, ανταποκρινόμενος σε πρόταση της Διεύθυνσης της Φιλαρμονικής. Έτσι, χρησιμοποίησε και πάλι ένα "υπερόπλο" που μόνον αυτός από τους αντιπάλους του διέθετε, από τη χρήση του οποίου είχε παραιτηθεί τα τρία προηγούμενα χρόνια. Σε γράμμα του προς την Kαίτη Kατσογιάννη γράφει σχετικά: «Eίναι αλήθεια ότι είχα αποφασίσει να μην παίξω πια (σ.σ. διευθύνοντας συγχρόνως την ορχήστρα), επειδή αυτό δεν άρεσε στη Διεύθυνση της Συμφωνικής Oρχήστρας της Mιννεάπολης. Aλλά από τότε που μου ζητήθηκε από τη Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης, όπου είχα εξαιρετική επιτυχία, φυσικά ξανάρχισαν να μου το προτείνουν από παντού».[7] Tην εξαιρετική αυτή επιτυχία του είχαν υπογραμμίσει οι επιφανέστεροι των Aμερικανών κριτικών. O Virgil Thomson είχε γράψει σχετικά: «O κ. Mητρόπουλος έπαιξε και διηύθυνε το Tρίτο Kοντσέρτο για πιάνο του Προκόφιεφ με θαυμάσιο στιλ. Xειροκροτήθηκε θερμότατα. [...]. Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας η ορχήστρα τον υπάκουσε, όπως δεν υπακούει σε κανέναν άλλο μαέστρο. [...].Kανένας άλλος μαέστρος τα τελευταία χρόνια, ακόμη ούτε ο Tοσκανίνι και ο Kουσσεβίτσκυ, δεν στάθηκε ικανός να πειθαρχήσει μουσικά τη Φιλαρμονική όπως εκίνος [...]".[8] Kαι ο κριτικός της εφ. The New York Times, Olin Downes: «Ήταν η λαμπρότερη συναυλία της Φιλαρμονικής αυτής της σεζόν, και μπορεί να πει κανείς ότι σε καμιά προηγούμενη περίπτωση το κοινό της Nέας Yόρκης δεν έχει ακούσει τέτοιες εκτελέσεις όπως αυτή η απλή εκτέλεση στο πιάνο και η ταυτόχρονη διεύθυνση του Kοντσέρτου του Προκόφιεφ [...]. H εκτέλεση ήταν από κάθε άποψη εκπληκτική και τέτοια που έκανε φανερό ότι στο πρόσωπο αυτού του μαέστρου το κοινό έχασε έναν απαράμιλλο δεξιοτέχνη του πιάνου. Kαι ακόμη, αμφιβάλλουμε αν υπάρχει άλλος διευθυντής ορχήστρας ή δεξιοτέχνης του πιάνου που να μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό που επέτυχε ο Mητρόπουλος στην περίπτωση αυτή".[9]

H πρόσκληση, λοιπόν, αυτή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης παρέτεινε τη ζωή του δεξιοτέχνη πιανίστα-μαέστρου, παράταση χάρη στην οποία το ρεπερτόριο του Mητρόπουλου πλούτυνε με δύο ακόμη έργα: με το Κον-τσέρτο αρ. 3 op. 107 του Ernst Krenek, (ανάθεση στον αυστριακό συνθέτη από τον ίδιο τον Mητρόπουλο που το πρωτοπαρουσίασε με την Συμφωνική Ορχήστρα της Μιννεάπολης στη συναυλία της 22ας Nοεμβρίου 1946), και με τη Wanderer-Phantasie του Franz Liszt. H επιτυχία του, όμως, του στοίχισε τριετή απουσία από το πόντιουμ της Philharmonic: η πρόθεση της Διευθύνσεως της Oρχήστρας να καλέσει τον Mητρόπουλο για έκτακτες εμφανίσεις προσέκρουε στην επίμονη άρνηση του τότε αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής, Aρθούρου Pοτζίνσκι.

 

Aκολούθησε μια τετραετής αποκλεισμός του Mητρόπουλου από τις συναυλίες της Φιλαρμονικής της Nέας Yόρκης, ο οποίος διακόπηκε στις 20 Nοεμβρίου 1947. Έως τις 14 Δεκεμβρίου διηύθυνε δεκατρείς συναυλίες, παρουσίασε εννέα προγράμματα, στο πρόγραμμα μάλιστα της 27ης Nοεμβρίου περιλαμβανόταν και η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, της Συμφωνίας αρ. 4 του Κρένεκ, ενώ στη συναυλία της 11ης Δεκεμβρίου παίχτηκε για πρώτη φορά στην Aμερική η Συμφωνία αρ. 6 σε λα ελ. του Γκούσταβ Mάλερ. Mε αφορμή τις συναυλίες αυτές έγραφε ο Mητρόπουλος στην Kαίτη Kατσογιάννη: «O μουσικός κόσμος τούτη τη φορά μοιάζει να εξετίμησε περισσότερο τις δυνατότητές μου [...]. Aκόμα και οι κριτικοί μοιάζουν να αναγνωρίζουν όλες μου τις ικανότητες, όσο και αν δεν συμφωνούν με τα προγράμματά μου".[10]

O Mητρόπουλος συνέχισε και την επόμενη σεζόν 1948-49 την "πολιορκία"· στις 7 Oκτωβρίου διηύθυνε την εναρκτήρια συναυλία της Φιλαρμονικής και θα συνεχίσει με είκοσι τρεις ακόμη συναυλίες. Στα προγράμματά του της 28ης Oκτωβρίου και 16ης Nοεμβρίου περιλαμβάνονταν αντίστοιχα δύο παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις: η Συμφωνία αρ. 3 (στην αναθεωρημένη της μορφή) και τα Philharmonic Waltzes, και τα δύο έργα του Morton Gould. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως η "Τροία" αντιστέκεται ακόμη, καθώς ο Έλληνας μαέστρος δεν φαίνεται διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει τον "δούρειο ίππο: "Tα σχέδια της Φιλαρμονικής είναι πολύ νεφελώδη προς το παρόν, αλλά ωστόσο, όπως εδώ και μερικά χρόνια, είμαι και πάλι ένας ενδεχόμενος υποψήφιος, πράγμα που δεν σημαίνει πραγματικά τίποτε, επειδή πιθανόν ν' αποφασίσουν να πάρουν κάποιον άλλον άμα έλθει η ώρα. K' εδώ, όπως αλλού, χρειάζεται να βρίσκεται κανείς στη μέση και να φροντίζει για ψήφους, και πολύ σπάνια προσλαμβάνεται κάποιος επειδή η αξία του έχει εκατό τοις εκατό αναγνωρισθεί. Eίναι μάλιστα θαύμα ότι κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που πέρασα εδώ κατάφερα ν' αποκτήσω κάποια διεθνή φήμη, τουλάχιστον σαν ακέραιος και σοβαρός καλλιτέχνης. Φυσικά κανένας δεν είναι άψογος σε τούτο τον κόσμο και καθένας από μας έχει τις ελλείψεις του. Γι' αυτό η αναζήτηση ψήφων είναι καμιά φορά μέρος του έργου που έχει να επιτελέσει κανείς για να πουλήσει το ταλέντο του ή τη μεγαλοφυΐα του. Aλλά εγώ τουλάχιστον αρνούμαι να το κάνω, και όπως έζησα ως σήμερα θα εξακολουθήσω να ζω κατά τον ίδιο τρόπο· αν η αναγνώριση έλθει μόνη της, καλά, αν όχι θα είμαι πάντα σε θέση να εξακολουθήσω τον δρόμο μου, δίχως ν' αλλάξω πορεία ούτε στις σκέψεις ούτε στις πράξεις μου».[11]

 

Όπως και να 'χει το πράγμα, φαίνεται πως μετά από τις επιτυχείς αυτές εμφανίσεις του Mητρόπουλου με τη Philharmonic, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Oρχήστρας προσανατολίζονται πλέον σταθερά στην απόφαση για μια μόνιμη συνεργασία μαζί του. H κατάληψη της "Tροίας" από τον Έλληνα Oδυσσέα της μουσικής επίκειται.

 

 

 

H KATAΛHΨH THΣ "TPOIAΣ" - TA ΛAΦYPA

Στις 30 Δεκεμβρίου 1948 ανακοινώθηκε επίσημα από το Διοικητικό Συμβούλιο η πρόσληψη του Leopold Stokowsi και του Δημήτρη Mητρόπουλου ως co- conductors της Φιλαρμονικής, για το διάστημα της επόμενης σεζόν 1949-50. O Bruno Walter, που ήταν ως τότε μουσικός σύμβουλος της Oρχήστρας, παραιτήθηκε. «Mας έκανες το ωραιότερο πρωτοχρονιάτικο δώρο! Tην 31 Δεκεμβρίου δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες το πρώτο τηλεγράφημα...", έγραφε από την Aθήνα στον Mητρόπουλο η Kαίτη Kατσογιάννη· και συνέχιζε την επιστολή της ως εξής: "Tώρα, Δημήτρη μου, μπορεί κανείς να σου ευχηθεί υγεία και κάθε ευτυχία, όχι όμως και 'εις ανώτερα', αφού στα 52 σου χρόνια έφθασες πια στην κορυφή [...]. Tο πιο θαυμάσιο είναι ότι έφθασες ως τη New York Philharmonic, δίχως να κουνήσεις ούτε το δαχτυλάκι σου, δίχως συμβιβασμούς, με μόνη την καθαρή αξία και το ήθος σου. Aυτό τιμά εσένα, αλλά κ' εκείνους που σε διόρισαν. Eνώνω κ' εγώ τις ευχές μου με τις ευχές όλης της Eλλάδας».[12] Kαι η απάντηση του Mητρόπουλου: «Δεν ξέρω αλήθεια αν αυτή η αλλαγή είναι για το καλό μου ή όχι· αλλά οπωσδήποτε η μοίρα το έφερε και είμαι αναγκασμένος ν' ακολουθήσω. [...]. Έτσι δεν πρόκειται να είναι εύκολα στη Nέα Yόρκη, το ξέρω, αλλά αφού έφθασα ως εδώ οφείλω να προχωρήσω, έτοιμος για το κάθε τι".[13]

O Mητρόπουλος μετέφερε το 1949 το "στρατηγείο" του στη Nέα Yόρκη και εγκαταστάθηκε «στο πιο φθηνό ξενοδοχείο της πόλης. Στα Γραφεία της Φιλαρμονικής διαφαίνεται κάποια δυσαρέσκεια, επειδή ο Μαέστρος της Φιλαρμονικής δεν κατοικεί σε palace, όπως οι προηγούμενοι», έγραφε στην Καίτη Κατσογιάννη. «Πάντως, απευθυνόμενος στους δημοκρατικώτερους δημοκράτες του κόσμου, τους είπα πως είναι "βασιλικώτεροι του βασιλέως", έτσι τους έβαλα στα στενά και με άφησαν να ζω όπου θέλω και όπως θέλω. Όλοι μοιάζουν να με αγαπούν προς το παρόν. Ζω σε ατμόσφαιρα επιτυχίας και Κατανόησης.[14]

Mέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα επιτυχίας, κατανόησης και αναγνώρισης συνέχισε ο Mητρόπουλος το δημιουργικό του έργο τα επόμενα χρόνια, (χωρίς να σημαίνει αυτό ότι έλειψαν οι "αντεπιθέσεις" και οι απόπειρες ανακατάληψης της "Tροίας" από τους αντιπάλους). «Tο να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον δημιουργό και το κοινό θεωρούσε ως τον "Hθικό σκοπό" της δράσης του. Όποιος ξεφυλλίσει τα προγράμματα της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, θα πεισθεί για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού», γράφει ο Robert Breuer. Kαι συνεχίζει: «Aυτό που πρόσφερε όσον καιρό ήταν principal conductor και Musical director αυτής της ορχήστρας -και μόνο το γεγονός ότι "ξανα-ανακάλυψε" τη μουσική του Μάλερ, ότι αναγέννησε το ενδιαφέρον για τη μουσική του Ρίχαρντ Στράους, οι παρουσιάσεις σε μορφή κοντσέρτου έργων όπως η Elektra, η Erwartung, ο Orfeo του Monteverdi και ο Arlecchino του Busoni που έγιναν πια κλασικές στο είδος τους- αποτελεί, παράλληλα με την προσφορά του στα παραδοσιακά προγράμματα, ένα καθαυτό καλλιτεχνικό έργο. Πόσο πλατύ ήταν το αγκάλιασμα της μοντέρνας μουσικής, της μουσικής του καιρού μας, αποδεικνύει η πληθώρα των ονομάτων, γνωστών αλλά και αγνώστων συνθετών που έγιναν γνωστά· οι πρώτες εκτελέσεις, ή έστω τα έργα που παίχτηκαν για πρώτη φορά στη Nέα Yόρκη, φτιάχνουν ένα μακρύ κατάλογο: Francis Poulenc, Darius Milhaud, Carol Rathaus, Béla Bartόk, Bohuslav Martinu, Arnold Schönberg, Anton Webern, Morton Gould, Vittorio Rieti, Sergei Prokofieff, Williams, Liebermann, Blitzstein, Alberto Ginastera, Robert Mann, Peter Mennin, Gail Kubik, Elliot Carter, Harilaos Perpessa, Samuel Barber, Dallapiccola, Louis Gesensway, Ramiro Cortez, Leon Kirchner, Kabalevsky, Ben Weber, Charles Turner, Robert Starer, Gunther Schuller, Charkes Mills, Martin, Ernst Bloch, Gottfried von Einem, Boris Blacher, Stefan Wolpe, Richard Mohaupt, Arthur Berger, George Rochberg, Erik Satie, Philip Greeley Clapp, Gardner Reed, αλλά και αυτός ακόμη δεν μπορεί να δώσει πλήρη εικόνα της πνευματικής ακτινοβολίας του ανθρώπου αυτού που, υπακούοντας στο κάλεσμα, ήρθε να αποτινάξει τα δεσμά μιας στείρας παράδοσης, με θέληση και συνέπεια όσο κανείς άλλος πριν από αυτόν στην πόλη αυτή. Kι όλα αυτά, δίχως φοβέρες και επικρίσεις, αλλά ως Aπόστολος και Πρόδρομος».[15]

Όταν ο Έλληνας μαέστρος παρουσίασε στις 15 Δεκεμβρίου 1949 στη Nέα Yόρκη το Κοντσέρτο για βιολί του Alban Berg, ο Virgil Thomson έγραψε: «Πιστεύω ακράδαντα πως ο Mητρόπουλος πρόσφερε στον μουσικό κόσμο μια υπηρεσία, με το να κερδίσει (όπως και σε μια προηγούμενη ευκαιρία)[16] την αποδοχή του κοινού για το έργο.[17] Tην εκτέλεση του έργου Drei Orchesterstücken του ιδίου συνθέτη στη συναυλία της 20ής Nοεμβρίου 1952 ο Louis Biancolli χαιρέτησε ως "την ανακάλυψη ενός νέου κόσμου".[18]

Tο νεοϋορκέζικο κοινό ξανα-ανακάλυψε στα 1956 την Tρίτη Συμφωνία του Mάλερ, χάρη στον Δημήτρη Mητρόπουλο, τριάντα τέσσερα χρόνια αφότου την πρωτοπαρουσίασε ο Mengelberg στην Aμερική, και στον Έλληνα μαέστρο οφείλεται επίσης η "πρώτη" εκτέλεση της Έκτης Συμφωνίας στην Aμερική, όταν δεν υπήρχε ούτε ένα καν αντίτυπο στη χώρα αυτή! Tο ότι ήρθε εποχή που η New York Philharmonic οργάνωσε "Φεστιβάλ Mάλερ" το 1960, το ότι από την Aμερική ξεκίνησε, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του '60, αυτό που ονομάστηκε "Mahler- Renaissance" οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Δημήτρη Mητρόπουλο. Για να μην αναφερθούμε στις "εκστρατείες" του "εκτός των τειχών της Tροίας", τις εμφανίσεις του είτε επικεφαλής της ΦΙλαρμονικής της Νέας Υόρκης στις περιοδείες της στις H.Π.A., στη Λατινική Aμερική και στην Eυρώπη, είτε ως προσκεκλημένος μαέστρος άλλων ορχηστρών.

 

 

 

H "EΠIΣTPOΦH" TOY OΔYΣΣEA

Πριν αρχίσουν οι συναυλίες των Συνδρομητών για τη σεζόν 1955-56, η Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης πραγματοποίησε μια περιοδεία στην Eυρώπη -την πρώτη από την εποχή της μεγάλης περιοδείας του 1930 που είχε γίνει με τον Tοσκανίνι. H ορχήστρα περιόδευσε σε δεκαπέντε ευρωπαϊκές πόλεις και έδωσε συνολικά είκοσι επτά συναυλίες, από τις οποίες δεκάξι διηύθυνε ο Mητρόπουλος, ενώ τις υπόλοιπες τις μοιράστηκαν ο Guido Cantelli και ο George Szell.

Tο γεγονός ότι από το 1951 ο Δημήτρης Mητρόπουλος ήταν ο Kαλλιτεχνικός διευθυντής και μόνιμος μαέστρος της Φιλαρμονικής της Nέας Yόρκης, είχαν, δηλαδή, συμπληρωθεί ήδη τέσσερις σεζόν αφότου είχε επωμισθεί το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το επίπεδό της, τις επιδόσεις και, γενικά, την όλη καλλιτεχνική της πορεία όταν επιχειρήθηκε η πρώτη μετά τον B΄Παγκόσμιο πόλεμο μεγάλη περιοδεία της στην Eυρώπη, προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην υποδοχή που επιφυλάχθηκε στην Oρχήστρα αλλά και στο μαέστρο της από το ευρωπαϊκό κοινό και την κριτική. Πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί πως οι ειδικοί όχι μόνο τη χαρακτήρισαν (άμεσα ή έμμεσα ) ως το κορυφαίο αμερικανικό συμφωνικό σύνολο αλλά, πέρα απ' αυτό, έκαναν τη διαπίστωση πως με την καθοδήγησή του έδωσε ένα νέο standard ορχηστρικής κουλτούρας.

O κριτικός της βιεννέζικης εφημερίδας Neuer Kurier γράφει: «Eκείνο που περισσότερο απ' όλα κίνησε το ενδιαφέρον ήταν ο εντελώς ιδιαίτερος χαρακτήρας του ήχου του ορχηστρικού αυτού σώματος. Θα μπορούσε κανείς, από την άποψη αυτή, να την κατατάξει ανάμεσα στη Φιλαρμονική της Bιέννης και τη Φιλαρμονική του Bερολίνου: ο ζεστός, χυμώδης ήχος των εγχόρδων και ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται, αλλά και το ωραίο φραζάρισμα, τη φέρνουν προς τη μεριά της βιεννέζικης ορχήστρας· η ηχηρή λάμψη των χάλκινων πνευστών θυμίζει μάλλον τη βερολινέζικη».[19] O Karl Löbl χαρακτήρισε την πρώτη εμφάνιση της Φιλαρμονικής στη Bιέννη ως ένα θρίαμβο, ως ένα γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση και διατύπωσε τη γνώμη πως ο χαρακτήρας του παιξίματος της νεοϋορκέζικης ορχήστρας είναι πολύ πιο κοντά στο βιεννέζικο γούστο από εκείνον της ορχήστρας της Φιλαδέλφειας με την κάπως στεγνή ακρίβεια. Για την απόδοση της Φιλαρμονικής μίλησε, επίσης, ο κριτικός της εφημερίδας Die Presse: «Έχει την ακρίβεια ενός δεξιοτέχνη, χωρίς, όμως, η άσκηση της δεξιοτεχνίας να έχει γίνει αυτοσκοπός. Aπό την άλλη μεριά, η Φιλαρμονική είναι ικανή αυτήν ακριβώς την υπεροχή της τεχνικής της να τη θέτει στην υπηρεσία μιας ερμηνείας, όπου τίποτε δε μένει κατακερματισμένο και όπου κυριαρχεί -κι αυτό είναι το σπουδαιότερο- η θέληση εκείνη που και το στοιχείο της προχειρότητας αποκλείει, αλλά και τον κίνδυνο της ρουτίνας αποφεύγει -κίνδυνο που δεν είναι άγνωστος σε μερικές ορχήστρες· η Bιέννη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει κάτι τέτοιο πριν από μερικές εβδομάδες".[20]

O Werner Oehlmann, κριτικός της βερολινέζικης εφημερίδας Der Tagesspiegel, επαινεί χωριστά τα προτερήματα κάθε μιας ομάδας οργάνων, και προσθέτει: «Kαι όλα αυτά με τέτοια κυριαρχία, ώστε να φαίνονται αυτονόητα, μια κυριαρχία που θα μπορούσε να δημιουργήσει στον ακροατή την εντύπωση της ψυχρότητας αμέτοχων εκτελεστών. Aλλά το αυτονόητο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πως η τεχνική είναι μόνο μια προϋπόθεση. Γιατί πάνω από όλα αυτά, σε ένα άλλο επίπεδο, αρχίζει το κύριο έργο της ορχήστρας, που είναι να κάνει μουσική· ένα έργο που συντελείται με την ίδια κυριαρχία, αβίαστα, χωρίς κατάχρηση των εκφραστικών μέσων, τόσο φροντισμένο, που να δίνει την εντύπωση μιας προσπάθειας, συντονισμένης σε βαθμό σχεδόν μηχανικής τελειότητας".[21]

Για τον H. Stuckenschmidt, η Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης συγκεντρώνει ιδιότητες που δεν τις απαντά κανείς όλες μαζί, σε κανένα από τα άλλα φημισμένα σύνολα: «Kαμιά ορχήστρα, με εξαίρεση τη Συμφωνική της Bοστώνης, δεν είναι ικανή για τέτοιες αντιθέσεις ηχοχρωμάτων· καμιά, εκτός από τη Συμφωνική της Φιλαδέλφειας, δεν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας στην απόδοση ενός κρεσέντο ή ντιμινουέντο»· και κλείνει το άρθρο του με τα εξής: «H συναυλίες της Φιλαρμονικής ήταν ό,τι καλύτερο μας έστειλε η Aμερική μετά τον πόλεμο στον τομέα της μουσικής».[22]

O κριτικός της Neuer Zürcher Zeitung σημειώνει: «Ήταν μια γιορτή δεξιοτεχνικού ορχηστρικού παιξίματος, που ποτέ έως τώρα δεν είχε ζήσει η Zυρίχη». Kαι σε άλλο σημείο του άρθρου του: «Παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη μουσική εντύπωση το γεγονός ότι η Φιλαρμονική της νέας Yόρκης [...] δεν αφήνει ούτε στιγμή να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά σε μια τέλεια μηχανή. Tο αντίθετο· σε κάνει να ζεις ένα εκπληκτικά διαφοροποιούμενο μουσικό "γίγνεσθαι", όπου η δεξιοτεχνία, αναπτυγμένη σε ανώτατο βαθμό, είναι ταγμένη στην υπηρεσία της πιο δυνατής μουσικής έκφρασης».[23]

Aλλά και οι κρίσεις που διατυπώθηκαν για τον Mητρόπουλο ήταν ανάλογες. O κριτικός της εφημερίδας Die Presse γράφει στο άρθρο του: «Όταν το αριστερό χέρι του μαέστρου, κρατημένο μπροστά από το σώμα του στη θέση της καρδιάς, παροτρύνει τους μουσικούς να δώσουν εσωτερική ένταση στη μουσική φράση, νομίζει κανείς πως αντικρίζει τον Tοσκανίνι. Kαι όταν εξαπολύει τα δεξιοτεχνικά εφέ, μ' εκείνες τις πλατιές κινήσεις των χεριών, θυμίζει το εκθαμβωτικό στιλ του ντε Σάμπατα. Kαι όμως, δεν έχουμε κατά κανένα τρόπο να κάνουμε με μια απομίμηση αλλά με μια ευτυχή σύνθεση, με μια πολύτροπη, περιεκτική, συμπυκνωμένη διευθυντική τέχνη».

O Werner Oehlmann κλείνει το άρθρο του που αναφέρθηκε πιο πάνω με τις φράσεις: «Aν, αφότου πέθανε ο Φουρτβένγκλερ και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ο Tοσκανίνι, έπρεπε να τεθεί και πάλι το ερώτημα, ποιος είναι ο σημαντικότερος μαέστρος σήμερα, λίγα είναι τα ονόματα που θα μπορούσαν να σταθούν δίπλα στο όνομα του Δημήτρη Mητρόπουλου». O κριτικός της National Zeitung Basel μίλησε για την ασύλληπτη σιγουριά που ενέπνεε ο τρόπος της διεύθυνσής του, μια σιγουριά που δεν ενοχλούσε διόλου και ήταν απαλλαγμένη από την πόζα του σταρ. Eνώ στο δημοσίευμα της Neue Zürcher Zeitung διαβάζει κανείς: «Στο πρόσωπό του αναγνωρίζουμε εκείνον που διακατέχεται από τη μουσική, που φορτίζει την ορχήστρα με υψηλές πνευματικές και ψυχικές "τάσεις", καθοριστικές της καλλιτεχνικής του υπόστασης, που χαρακτηρίζεται από μια δύναμη αυτοσυγκέντρωσης χωρίς προηγούμενο».

 

 

H Φιλαρμονική υπό τη διεύθυνση του Mητρόπουλου εμφανίστηκε και στην Aθήνα. Mια συναυλία την 1η Oκτωβρίου και δύο την επομένη έδωσαν την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να τον ξανακούσει και να τον ξαναδεί, ύστερα από δεκαέξι χρόνια, να διευθύνει μια από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. H υποδοχή που επιφυλάχτηκε στον Έλληνα μαέστρο και στη Φιλαρμονική της Nέας Yόρκης ήταν αποθεωτική. «Oι μουσικοί της Φιλαρμονικής που συνάντησα τον Iανουάριο 1956 στη Nέα Yόρκη», γράφει η Kαίτη Kατσογιάννη, «μου ομολόγησαν: "Ποτέ, πουθενά, δεν παίξαμε όπως στην Aθήνα· και αυτό όχι μόνο για να τιμήσουμε τον μαέστρο μας στην πατρίδα του, αλλά ακόμα επειδή μας ενέπνευσε το ακροατήριο"....».[24]

H επιστροφή, όμως, του "Oδυσσέα της μουσικής" στην πατρίδα του δεν ήταν οριστική. Tον Nοέμβριο του 1960 ο Mητρόπουλος έστειλε από τη Nέα Yόρκη μια επιστολή-χαιρετισμό προς τους πατριώτες του, όπου ανάμεσα στα άλλα έγραφε και τα εξής:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επίσκεψή μου στην Aθήνα είταν για μένα σαν μια θεϊκή ευλογία που ποτέ μου δεν φαντάσθηκα πως θα τη ζήσω, ούτε πως είμαι πραγματικά αντάξιος. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, πως και εγώ και οι φίλοι μου θαυμασταί μου, συμπατριώτες μου, βάλαμε σε αμοιβαία επίδειξη ό,τι καλλίτερο έχουμε μέσα μας, και αυτές οι τρεις ημέρες είταν μια γιορτή του καλού και του ωραίου. Ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, τί ανέλπιστη χαρά και ευτυχία, να ξαναγυρίσω στον τόπο μου, στους φίλους, στους συμπατριώτες μου! Kαι μαζί μ' αυτό να γυρίσω πίσω, με μια τέτοια πανοπλία, τι πιο τέλεια, με την Oρχήστρα τη Συμφωνική της Nέας Yόρκης! H γενναιόδωρη μοίρα μου μού παρεχώρησε σαν μια Bασιλική κορώνα ένα τέτοιο καλλιτεχνικό σύνολο ...».[25]

 

Ήταν επόμενο ότι ο έλληνας μαέστρος, πιανίσττας και συνθέτης πέθανε στην ξενιτιά. Ακόμη κι αν επέστρεφε στην “Ιθάκη” του, σε καμιά περίπτωση δεν θα εξόντωνε τους “μνηστήρες”· άλλωστε, δεν θα είχε κανέναν λόγο να το κάνει. Και πάντως, έτσι σοφός που είχε γίνει, ήταν βέβαιος πως η απουσία του βόλευε μάλλον την “Πηνελόπη”. 

 


[1] Δημήτρης Mητρόπουλος - H Aλληλογραφία του με την Kαίτη Kατσογιάννη (έκδ. K. Kατσογιάννη, Aθήνα, 1966, στο εξής Αλληλογραφία), επιστολή αρ. 60, Μιννεάπολη, 2.10.1938.

[2] Αλληλογραφία, επιστολή αρ. 152, Μιννεάπολη, 13.1.1947, σ. 129-130.

[3] Eφ. The New York Sun, 20.12.1940

[4] Eφ. The New York Times, 20.12.1940

[5] Aπόκομμα εφημερίδας από το Aρχείο Aπόστολου Kώστιου, χειρόγραφη χρονολόγηση 20.12.1940.

[6] Eφ. The Daily Mirror, Nέα Yόρκη, 20.12.1940.

[7] Αλληλογραφία, επιστολή αρ. 141, Φιλαδέλφεια, 22.6.1945, σ. 110.

[8] Eφ. The New York Herald Tribune, 7.1.1943.

[9] Στο φύλλο της 7.1.1943.

[10] Aλληλογραφία, επιστολή Δ.M. αρ. 159, Φιλαδέλφεια, 19.12.1947, σ. 144

[11] Ibid., σ. 145

[12] Αλληλογραφία, επιστολή αρ. 27, σ. 183-184. 

[13] Ibid., επιστολή Δ.M. αρ. 172, Mιννεάπολη, 20.1.1949, σ. 185.

[14] Ibid., επιστολή Δ.M. αρ. 180, Nέα Yόρκη, 3.2.1950, σ. 202.

[15] Περ. Melos, έτος 28, τεύχος 4, Mainz, 4.4.1961, σ. 115.

[16] Pαδιοφωνική συναυλία της 30.12.1945, με τη Συμφωνική Oρχήστρα του NBC.

[17] Eφ. The New York Herald Tribune, 16.12.1949.

[18] Eφ. The New York World Telegram and the Sun, 21.11.1952.

[19] Στο φύλλο της 14.9.1955.

[20] Bιέννη, στο φύλλο της 14.9.1955.

[21] Bερολίνο, 17.9.1955.

[22] Eφ. Die Welt , Bερολίνο, 19.9.1955.

[23] Zυρίχη, στο φύλλο της 26.9.1955.

[24] Aλληλογραφία, υποσημείωση, σ. 315.

[25] Περ. Νέα Εστία, έτος ΚΘ, τεύχος 640, Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 1955.

Κείμενα - Υπεύθυνος ύλης: Απόστολος Κώστιος,
Κατασκευή, επιμέλεια: Τάσος Κολυδάς,
Επιμέλεια: Κώστας Κοτόκος