Οδυσσέας Δημητριάδης, Η φιλία μου με τον Δημήτρη Μητρόπουλο

 

Ο μεγάλος έλληνας μαέστρος μιλά για τον Μητρόπουλο και τη γνωριμία τους στη Ρωσία

Το ότι είδα στο πόντιουμ το Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής μου. Το 1934 ήμουν φοιτητής στο Ωδείο του Λένινγκραντ στην τάξη της διεύθυνσης ορχήστρας. Μας επισκέφτηκε τότε ο κορυφαίος βιολονίστας του κόσμου Γιάσα Χάιφετς. Γνωριστήκαμε σε συνάντηση που είχε με τους φοιτητές και, όταν έμαθε ότι είμαι έλληνας, μου είπε ότι ο Μητρόπουλος είναι ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους στον κόσμο. Και τότε, τον Απρίλιο του 1934, ήρθε ο Δημήτρης Μητρόπουλος για συναυλίες στο Λένινγκραντ με τη Φιλαρμονική. Η Φιλαρμονική του Λένινγκραντ ήταν την εποχή εκείνη μια υπέροχη ορχήστρα. Για μένα ήταν ιερό μέρος.

 

Στις 10 το πρωί πήγα στην πρόβα μαζί με το θείο μου Τζον Παπαδόπουλο, που ήταν βιολονίστας στην ορχήστρα του Θεάτρου Μαρίνσκυ. Ο Μητρόπουλος άρχισε την πρόβα με το έργο Φαντασία και Φούγκα για όργανο, σε σολ ελάσσονα, του Μπαχ, σε μεταγραφή για ορχήστρα του Μητρόπουλου. Το παρουσιαστικό του ήταν επιβλητικό. Δεν είχε πολλά μαλλιά και το μέτωπό του θύμιζε αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Το βλέμμα του ήταν οξύ, οι κινήσεις ακριβείς, διηύθυνε χωρίς μπαγκέτα. Από τα πρώτα μέτρα της Φαντασίας έχασα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μόλις τελείωσε η ορχήστρα σηκώθηκε και άρχισε να τον χειροκροτεί όχι μόνο ως μεγάλο μαέστρο, αλλά και ως σημαντικότατο συνθέτη. Η σύνθεση του Μπαχ μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά και πολύ λυπούμαι που δεν σκέφτηκα τότε να ζητήσω την παρτιτούρα για να τη μελετήσω. Αργότερα, όσο και αν την αναζήτησα, στάθηκε αδύνατο να τη βρω. Στην Αθήνα δεν υπάρχει. Από αυτό και μόνο το έργο μπορεί να κριθεί το ότι ο Μητρόπουλος ήταν και μεγάλος συνθέτης.

 

Μετά τη Φαντασία και Φούγκα ο Μητρόπουλος διηύθυνε και έπαιξε ο ίδιος στο πιάνο το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Προκόφιεφ. Τοποθέτησε με τέτοιο τρόπο το πιάνο, ώστε να έχει στο οπτικό του πεδίο την ορχήστρα και ερμήνευσε χωρίς παρτιτούρα. Ο ίδιος ο Προκόφιεφ μου έλεγε αργότερα ότι ο Μητρόπουλος ήταν ο καλύτερος ερμηνευτής του Τρίτου Κοντσέρτου του -και ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ήταν πολύ καλός πιανίστας.

 

Η πρόβα τελείωσε με την Δεύτερη Συμφωνία του Σούμαν. Θεωρούσα πάντοτε το Σούμαν μεγάλο συνθέτη, ιδιαίτερα στα έργα του για πιάνο και στα τραγούδια του. Όμως οι συμφωνίες του δεν με εντυπωσίαζαν τόσο. Ο Μητρτόπουλος με έκανε να αγαπήσω το Σούμαν ως συνθέτη συμφωνιών. Η μελέτη και ανάλυση τους Δεύτερης Συμφωνίας ήταν τόσο μοναδική, ώστε ένιωθα να συντελείται ένα θαύμα μπροστά στα μάτια μου. Αλλά και η ορχήστρα έπαιζε με εκπληκτική ευχαρίστηση. Βέβαια επέτρεψε στον εαυτό του κάποιες μικρές επεμβάσεις. Ο Σούμαν δεν γνώριζε τόσο καλά την ορχήστρα, όσο το πιάνο και τη φωνή, και κάτι λείπει από τις ορχηστρικές παρτιτούρες του. Ο Μητρόπουλος βρήκε αυτό που λείπει κα, χωρίς να αλλάξει ούτε μια νότα, μεταμόρφωσε το έργο.

 

Αυτό φυσικά το εκτίμησε κατόπιν και το δύσκολο κοινό της Φιλαρμονικής, το οποίο χειροκροτούσε όρθιο επί πολύ ώρα τον Έλληνα μαέστρο σε όλες τις συναυλίες, πράγμα που συμβαίνει σπάνια.

 

Μετά το τέλος της πρόβας μαζί με το θείο μου τον πλησιάσαμε και τον χαιρετίσαμε στα ελληνικά. Έμεινε έκπληκτος και είπε ότι ποτέ δεν περίμενε να ακούσει στο Λένινγκραντ τη μητρική του γλώσσα. Φυσικά ενδιαφέρθηκε να μάθει για μας, ιδίως όταν άκουσε ότι σπουδάζω στο τμήμα της διεύθυνσης, και κανονίσαμε να συναντηθούμε για να συζητήσουμε.

 

Αυτό ήταν. Καθημερινά πήγαινα στις πρόβες και ύστερα τρώγαμε μαζί, συζητούσαμε για τη μουσική και την Τέχνη γενικότερα, αναλύαμε. Του ζήτησα τη γνώμη του για τις συνθέσεις μου και μου έδειξε συμπάθεια και αγάπη. Μιλούσαμε πολύ. Όταν όμως άκουσε ότι μετά το Ωδείο θέλω να πάω στην Ελλάδα, αφού είχα ελληνικό διαβατήριο ήταν κατηγορηματικός: "Σε καμμιά περίπτωση", μου είπε, "δεν θα βρεις δουλειά, αλλά και αν βρεις θα πληρώνεσαι πολύ άσχημα. Είμαι αρχιμουσικός σε ορχήστρα στην Αθήνα, αλλά τα χρήματα δεν μου φτάνουν ούτε για το ενοίκιο του σπιτιού όπου μένω με τη μητέρα μου. Μόνο οι συναυλίες που δίνω στο εξωτερικό μου αφήνουν χρήματα. Στην Ελλάδα μένω επειδή είναι η πατρίδα μου. Σε συμβουλεύω να μείνεις εδώ. Είναι μεγάλη ευτυχία να εργάζεσαι σ' αυτό το κράτος". Φυσικά δεν μπορούσε να γνωρίζει ο Μητρόπουλος το τι έμελλε να συμβεί και ότι από το 1937 θα άλλαζαν πολλά.

 

Στη πρώτη συναυλία διηύθυνε τα έργα που προανέφερα, αλλά στη δεύτερη συναυλία το πρόγραμμα περιλάμβανε μόνο ρωσική μουσική: τη δεύτερη συμφωνία του Μποροντίν, το Ισπανικό Καπρίτσιο του Ρίμσκυ - Κόρσακωφ, τη "Νύχτα στο φαλακρό βουνό" του Μούσορσκυ. Ο Μητρόπουλος διηύθυνε τα πάντα απ' έξω. Το κοινό για ακόμη μια φορά τον αποθέωσε.

 

Παρόλο που είχε συμβόλαιο για δύο συναυλίες, του πρότειναν να διευθύνει και μια Τρίτη. Αυτή τη φορά το πρόγραμμα περιλάμβανε μεγάλους συνθέτες του 20ου αιώνα. Επανέλαβε τη Φαντασία και Φούγκα των Μπαχ - Μητρόπουλου, κατόπιν διηύθυνε τον Πετρούσκα του Στραβίνσκυ, την Κλασσική συμφωνία του Προκόφιεφ και τελείωσε με ένα καινούργιο έργο του Σοστακόβιτς, τη Σουίτα από το μπαλέτο "Χρυσός αιώνας". Η Τρίτη συναυλία είχε μοναδική επιτυχάι και το κοινό αποθέωσε το μαέτρο και το συνθέτη του "Χρυσού αιώνα", βγάζοντάς τους άπειρες φορές στη σκηνή.

 

Θυμούμαι ορισμένες χαρακτηριστικές συζητήσεις που είχε ο Μητρόπουλος με το Σοστακόβιτς, άλλωστε πάντοτε μετάφραζα εγώ. Ο Μητρόπουλος είχε μεγάλη φιλία και με τον Προκόφιεφ και θέλησε να πληροφορηθεί από τον Σοστακόβιτς ποιες ήταν οι σχέσεις τους. Ο δεύτερος του είπε: "Αρκετά καλές". "Σας αρέσει η μουσική του Προκόφιεφ;", συνέχισε επίμονα ο Μητρόπουλος. Και τότε ο μεγάλος συνθέτης είπε: "Μου αρέσει, ... αλλά η δική μου δεν του αρέσει, το ξέρω!"

 

Όλες τις ημέρες της παραμονής του στο Λένινγκραντ τις περάσαμε μαζί, Πήγαμε στο Θέατρο Μαρίσνκυ, σε άλλα θέατρα, στα παλάτια του Πιτεργκώφ με τα ξακουστά σιντριβάνια, όπου μας ξενάγησε ο διευθυντής της Φιλαρμονικής και ο Μητρόπουλος τα σύγκρινε με τις Βερσαλλίες. Ιδιαίτερα του άρεσε το Ρωσικό Μουσείο, όπου θαύμασε τους πίνακες των Ρέπιν, Λιβαζόφσκυ, Σούρικωφ και φυσικά τη "Νύχτα στον Δνείπερο" του ελληνικής καταγωγής Ρώσου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Κουίτζι.

 

Τότε στο Λένινγκραντ κυκλοφορούσα με κακριά, μπλε πουκαμίσα με κλειστό γιακά και καυκασιανή ζώνη με ασημένια διακόσμηση, πάντοτε περιποιημένος. Στις συναυλίες φόρεσα το μοναδικό κοστούμι που είχα. Την εποχή εκείνη στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε σπουδαία επιλογή κοστουμιών και η ποιότητά τους ήταν μέτρια. Ο Μητρόπουλος μου είπε να μη φορώ το συγκεκριμένο κοστούμι, γιατί δεν μου πήγαινε, και συμπλήρωσε ότι τα κοστούμια ενός μαέστρου πρέπει να είναι πολύ καλά. Θέλησε να μου κάνει δώρο ένα ζευγάρι καινούργια δικά του λουστρινένια παπούτσια, αλλά μου ήταν μικρά. Εγώ με τη σειρά μου του δώρισα τη ζώνη μου, λέγοντας του ότι χρειάζεται ένα μικρό διόρθωμα. Την πήρε με μεγάλη ευχαρίστηση και είπε ότι θα την διορθώσει στο Παρίσι.

 

Ο Μητρόπουλος έφυγε με το τρένο. Τα τελευταία του λόγια ήταν: "Παιδί μου να είσαι καλά, σου εύχομαι μεγάλες επιτυχίες!" Δυστυχώς στο μέλλος μπορούσα να θαυμάζω το μεγαλοφυή αρχιμουσικό μόνο από τους δίσκους του. Ποτέ άλλοτε δεν συναντηθήκαμε.

 

 

Ευχαριστούμε την κυρία Νίνα Καλούτσα για την παραχώρηση του κειμένου.

Κείμενα - Υπεύθυνος ύλης: Απόστολος Κώστιος,
Κατασκευή, επιμέλεια: Τάσος Κολυδάς,
Επιμέλεια: Κώστας Κοτόκος