Ο Μίκης (Μιχαήλ) Θεοδωράκης (Χίος, 29.7.1925-Αθήνα, 2.9.2021) υπήρξε από τους επιφανέστερους Έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα. Απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών, σπούδασε με υποτροφία στο Ωδείο του Παρισιού, δίπλα στους Olivier Messiaen and Eugène Bigot. Το 1957 του απονεμήθηκε από τον Dmitry Shostakovich το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων Συνθετών Μόσχας για το έργο του Σουΐτα αρ.1, για πιάνο και ορχήστρα, και δύο χρόνια αργότερα έλαβε το Βραβείο Μουσικής Copley με πρόταση του Darius Mihaud. Από την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1960, εστιάζει στη σύζευξη έντεχνης και δημοφιλούς (λαϊκής) μουσικής, η οποία αποτυπώνεται κυρίως στους πλατιάς απήχησης κύκλους τραγουδιών του, πάνω σε ποίηση σύγχρονων διακεκριμένων Ελλήνων ποιητών. Πλούσιο υφολογικά είναι και το υπόλοιπο έργο του, το οποίο περιλαμβάνει όπερες, μπαλέτα, σκηνική μουσική, έργα για φωνές και οργανικό σύνολο, ορχηστρικά, χορωδιακά, έργα μουσικής δωματίου.
Ενεργός πολιτικά από νεαρή ηλικία, ταυτίστηκε με τους αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Οι επίκαιρες παρεμβάσεις του μέχρι το τέλος της ζωής του καλλιέργησαν την προσωπικότητα του κοινωνικά ενεργού δημιουργού, του πνευματικού ανθρώπου με έντονη τη συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής.
Το 1996 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Νωρίτερα, για την 150η επέτειο από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε συνθέσει τη Συμφωνία αρ. 4, «Των Χορικών», για σοπράνο, άλτο, αφηγητή, βιολοντσέλο, ανδρική χορωδία και ενόργανο σύνολο (1986-7), σε αποσπάσματα έργων του αρχαίου δράματος. Στο «Αρχείο Ελληνικής Μουσικής» του Τμήματος Μουσικών Σπουδών συμπεριλαμβάνεται η συντριπτική πλειονότητα των έργων του, με στόχο την έρευνα, ανάλυση, μελέτη, εκτέλεση και εν γένει διδακτική αξιοποίηση.